Σε τρία σενάρια για τις εξελίξεις στην Ουκρανία, μετά και τη γραπτή απάντηση που έδωσε η Ουάσινγκτον στις προτάσεις της Μόσχας για νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις ασφάλειας, αναφέρεται ο πολιτικός επιστήμονας και διευθυντής προγραμμάτων του RIAC, Ivan Timofeev.
Όπως επισημαίνει στο άρθρο του που δημοσιεύεται στο RIAC, μετά την αύξηση του αριθμού των στρατευμάτων κοντά στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα και την ανακοίνωση των ΗΠΑ για οικονομικά αντίποινα σε περίπτωση πολέμου, είναι προφανές πως υπάρχει κλιμάκωση.
Στο κοντινό μέλλον, γράφει, μπορούμε να περιμένουμε την εξέλιξη της κατάστασης σύμφωνα με ένα από τα ακόλουθα σενάρια:
Το πρώτο σενάριο είναι αυτό του «πολέμου»: καθώς η ουκρανική κυβέρνηση δεν βλέπει άλλη εναλλακτική για τη διασφάλιση της ασφάλειας της χώρας από τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και καθώς και η Δύση θα εργάζεται προς την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στις δομές ασφαλείας της, θα είναι δύσκολο να αλλάξει η πορεία της Ουκρανίας χωρίς έναν πόλεμο. Ακόμα και αν η χώρα δεν ενταχθεί επισήμως στο ΝΑΤΟ, το έδαφος της μελλοντικά θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πιθανές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Ρωσίας. Ο Timofeev χαρακτηρίζει «θεμελιώδη απειλή για τη Ρωσία» την στρατιωτική ανάπτυξη της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ και τη Δύση, δεδομένου του μήκους των συνόρων μεταξύ των δυο χωρών.
Όπως επισημαίνει, ο ουκρανικός στρατός μπορεί να ηττηθεί σχετικά γρήγορα και είναι πιθανόν να αποφευχθεί ένας παρατεταμένος πόλεμος εάν πραγματοποιηθεί μια επιχείρηση-αστραπή. Επιπλέον, είναι πιθανό είτε να χωριστεί η χώρα σε δυο κράτη, το ένα από τα οποία (Ανατολική Ουκρανία) θα είναι στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας και το άλλο (Δυτική Ουκρανία) στη σφαίρα επιρροής της Δύσης. Μια άλλη επιλογή είναι μια αλλαγή καθεστώτος δια της βίας στην Ουκρανία, με την προσδοκία πως δεν θα υπάρξει τεράστια αντίσταση από τον πληθυσμό.
Οι κυρώσεις της Δύσης θα επιφέρουν ένα επώδυνο, αλλά όχι θανατηφόρο πλήγμα για τη Ρωσία, κατά τον ίδιο, που σημειώνει πως τα οφέλη για την στρατιωτική ασφάλεια είναι μεγαλύτερα από την οικονομική ζημιά, η οποία δεν θα «μεταφραστεί» σε λαϊκή διαμαρτυρία στη Ρωσία και μπορεί να παραμείνει υπό έλεγχο. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα υπονομεύσουν περισσότερο την εμπιστοσύνη στο αμερικανοκεντρικό χρηματοοικονομικό σύστημα, ενώ η Ρωσία θα μπορέσει να υπάρξει ως ένα «οχυρό».
Σε αυτό το σενάριο θα πρέπει να αναμένεται μια ριζική κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, που θα οδηγήσει σε μαζικές απώλειες ζωών, μια σοβαρή και μακροπρόθεσμη οικονομική κρίση στη Ρωσία λόγω των κυρώσεων της Δύσης και σε μια σημαντική στρατιωτικοποίηση της Ανατολικής Ευρώπης από το ΝΑΤΟ. Το μοναδικό εμπόδιο για έναν μεγάλο πόλεμο θα είναι τα πυρηνικά όπλα, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος κλιμάκωσης και πολέμου μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ. «Η Ρωσία σε αυτό το σενάριο θα γίνει κάτι σαν η Βόρεια Κορέα της Ευρώπης, αλλά με πολύ μεγαλύτερες ευκαιρίες», σχολιάζει ο Timofeev.
Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό της «μόνιμης έντασης»: οι υποθέσεις για το σενάριο αυτό είναι πως το κόστος μιας στρατιωτικής λύσης στην ουκρανική κρίση είναι πολύ υψηλό, πως ακόμα και στην περίπτωση μιας γρήγορης ήττας των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας προκύπτει πρόβλημα ελέγχου των περιοχών, πως ένα καθεστώς-μαριονέτα χρειάζεται σημαντικές οικονομικές ενέσεις, ενώ ταυτόχρονα θα είναι αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο.
Λόγω της ζημιάς που θα προκαλέσουν οι κυρώσεις, η τροφοδότηση του καθεστώτος θα επιδεινώσει περαιτέρω την έλλειψη πόρων στη Ρωσία. Επιπλέον, ακόμα και αν η Ρωσία πάρει εξ ολοκλήρου τον έλεγχο των εδαφών της Ουκρανίας, αυτό δεν θα αποτρέψει τη Δύση από το να σχηματίσει και να εξοπλίσει ουκρανικούς σχηματισμούς σε όμορες περιοχές. Ο πόλεμος θα οδηγήσει σε οικονομική πτώση στις κατεχόμενες περιοχές, καθιστώντας τους πληθυσμούς τους ακόμα πιο επιρρεπείς στη δυτική προπαγάνδα. Εάν μέρος της περιοχής παραμείνει υπό το φιλοδυτικό καθεστώς, τότε η σύγκρουση θα γίνε μόνιμη. Την ίδια ώρα, δεν θα λυθεί κανένα από τα προβλήματα ασφαλείας της Ρωσίας, αντιθέτως θα αυξηθούν λόγω της στρατιωτικοποίησης της Ανατολικής Ευρώπης.
Η εσωτερική σταθερότητα της ρωσικής κοινωνίας δεν είναι εγγυημένη, δεδομένων της οικονομικής ζημιάς των κυρώσεων, του κόστους του πολέμου και των «ενέσεων» στην Ουκρανία, ενώ ο αναπόφευκτος πληθωρισμός στην περίπτωση αυτή και η μείωση των ήδη χαμηλών εισοδημάτων θα φέρουν αύξηση των διαδηλώσεων. Ίσως υπάρξει κάποιο αντιστάθμισμα με στρατιωτικές νίκες, αλλά αυτό θα έχει μικρή διάρκεια. Μια παρατεταμένη οικονομική κρίση, ή μια στασιμότητα στην καλύτερη περίπτωση, δημιουργεί βάση για μακροπρόθεσμες διαμαρτυρίες. Την ίδια ώρα, καθώς η ρωσική κοινωνία έχει αναπτύξει ορισμένα πρότυπα κατανάλωσης και τρόπου ζωής, δύσκολα θα μπορέσει να γίνει μια ευρωπαϊκή Βόρεια Κορέα.
Από την άλλη πλευρά, παρά το ότι ο παγκόσμιος ρόλος της Δύσης αρχίζει να φθίνει, δεν σημαίνει πως είναι τόσο αδύναμη ώστε να μην επιφέρει σημαντική ζημιά στη Ρωσία, ενώ δεν υπάρχει κάποια εγγύηση πως οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα έβλαπταν σε κρίσιμο σημείο την ίδια τη Δύση. Στην Ευρώπη, η Δύση διαθέτει σημαντικά αποθέματα ώστε να περιορίσει τη Ρωσία, ακόμα και στην περίπτωση αντιπαλότητας με την Κίνα. Άλλωστε, η υποστήριξη του Πεκίνου προς τη Ρωσία δεν είναι εγγυημένη στην περίπτωση πολέμου.
Σύμφωνα με τον Timofeev, η συντήρηση μιας νόμιμης έντασης στις σχέσεις με τη Δύση αποφέρει αποτελέσματα, καθώς οι δυτικές δυνάμεις έχουν τουλάχιστον αρχίσει να ακούν τη Ρωσία. Η ένταση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο διπλωματίας και είναι απαραίτητο να συνεχιστεί στα σύνορα της Ουκρανίας αλλά και να εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές, όπως η Λατινική Αμερική, η Μέση Ανατολή, η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού (μαζί με την Κίνα) και η Αφρική. Ει δυνατόν, η Ρωσία μπορεί να λειτουργήσει με σχετικά φθηνές, αλλά αποτελεσματικές εκστρατείες, παρόμοιες με αυτές που διεξήγαγε στη Συρία.
Αυτό το σενάριο δεν αλλάζει ριζικά την κατάσταση στην Ευρώπη, με τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης να συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται από αντιπαλότητα, χωρίς όμως να περνούν «κόκκινες γραμμές». Η Δύση από την πλευρά της αυξάνει σταδιακά τις πιέσεις μέσω κυρώσεων, ενώ φέρνει την Ουκρανία στον δικό της χώρο ασφάλειας.
Το τρίτο σενάριο το ονομάζει «χαμογέλα και χαιρέτα»: Σύμφωνα με τον Timofeev, στο σενάριο αυτό η Ουκρανία είναι ένα «τοξικό» στοιχείο για τη Δύση. Σημειώνονται ευρείας κλίμακας κλοπές βοήθειας και οι θεσμοί παραμένουν διεφθαρμένοι, η χώρα δεν είναι πάροχος, αλλά καταναλωτής ασφάλειας, η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ είναι αντιπαραγωγική λόγω των άλυτων συγκρούσεων και της αμφίβολης αντανάκλασης στην κοινή ασφάλεια. Αντιθέτως, η Ουκρανία είναι η πηγή πολυάριθμων προβλημάτων. Η διάσωσή της είναι προβληματική και κοστοβόρα και αν η Δύση προχωρήσει στη διάσωση, τότε η Ουκρανία θα κάνει το ΝΑΤΟ μια ακόμα πιο ανισόρροπη δομή. Η χώρα θα παραμείνει στην σφαίρα επιρροής της Δύσης, αλλά κινδυνεύει με «Μολδαβοποίηση», δηλαδή με εκροή πολιτών προς τη Δύση και με διολίσθηση της οικονομίας της σε «πρωτόγονη» μορφή. Η Δύση δεν έχει λόγο να στηρίζει μακροχρόνια την Ουκρανία, και η βοήθεια θα περιοριστεί, καθώς η Ουκρανία θα κατεβαίνει στη λίστα προτεραιότητας της Δύσης. Χωρίς οποιαδήποτε στρατιωτική παρέμβαση, η Ουκρανία θα υποβαθμιστεί, θα μετατραπεί σε περιφερειακή χώρα, χαμηλής προτεραιότητας στην παγκόσμια ατζέντα.
Η Ρωσία διαθέτει σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες για να σταματήσει οποιαδήποτε απειλή προκύψει από το έδαφος της Ουκρανίας και των χωρών του ΝΑΤΟ, σημειώνει ο Timofeev, ενώ ακόμα και χωρίς τη χρήση πυρηνικών όπλων μπορεί να επιφέρει στην περίπτωση τοπικής σύγκρουσης μη αποδεκτές ζημιές σε αντιπάλους στην Ευρώπη. Ο έλεγχος της Κριμαίας της διασφαλίζει την κυριαρχία στη Μαύρη Θάλασσα. Είναι πιθανό μακροπρόθεσμα να αναπτυχθούν οπλικά και αμυντικά στοιχεία σε ουκρανικό έδαφος, αλλά αυτό δεν θα αποτρέψει τη Ρωσία από το να βελτιώσει τα δικά της επιθετικά συστήματα, που μπορούν να επιφέρουν σημαντική βλάβη σε δυνητικούς αντιπάλους.
Το πολιτικό καθεστώς της Ουκρανίας είναι ασταθές, ενώ με ικανή και μακροπρόθεσμη δουλειά, η Μόσχα θα μπορέσει να βρει τους μοχλούς επιρροής στο καθεστώς και στην επικοινωνία με την κοινωνία. Μεταξύ άλλων, μπορεί να παρουσιάσει ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και το εκπαιδευτικό σύστημα –που είναι πιο μέτρια σε σχέση με την ΕΕ, αλλά δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Μακροπρόθεσμα, οι ανθρωπιστικοί μηχανισμοί αποφέρουν καλά αποτελέσματα.
Όπως επισημαίνει ο Timofeev, οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση δεν περιορίζονται στην Ουκρανία, καθώς υπάρχουν πολλές διαστάσεις στις οποίες μπορεί να διαπραγματευτεί με τη Δύση. Το να μπει η Ουκρανία στο περιθώριο είναι και πιθανή, αλλά και επιθυμητή επιλογή. Η αντιπαλότητα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας πιθανότατα θα δώσει τον τόνο της παγκόσμιας πολιτικής τις επόμενες δεκαετίες, και καλό θα ήταν να αποφευχθεί η άμεση συμμετοχή στη σύγκρουση αυτή και να δημιουργηθεί περιθώριο ελιγμών.
Υπενθυμίζει πως η ρωσική οικονομία παραμένει εύθραυστη και εξαρτώμενη από τις αγορές εμπορευμάτων. Δεν είναι σωστό να πιεστεί ακόμα περισσότερο μέσω πολέμου και κυρώσεων. Αντιπαραγωγική θα ήταν και μια διάρρηξη των σχέσεων με τη Δύση.
Στο τρίτο σενάριο, σύμφωνα με τον Timofeev, σημειώνεται μια μερική αποκλιμάκωση της ουκρανικής κρίσης, αν και συνεχίζεται η αντιπαλότητα με τη Δύση. Η Μόσχα διαχειρίζεται με μαεστρία αυτού του είδους τις αντιπαλότητες, διευκολύνοντάς τες όπου είναι δυνατόν, με αποτέλεσμα να υπερφορτώνει τη Δύση με τοξικά στοιχεία υπό τη μορφή «τσαμπατζήδων» και ένθερμων φιλελεύθερων. Την ίδια ώρα, συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι σε όλα τα μέτωπα της παγκόσμιας ατζέντας –από τις ενέργειες για το κλίμα, μέχρι τον έλεγχο των όπλων.
Κατά τον Ρώσο αναλυτή, το πρώτο σενάριο είναι γεμάτο ρίσκα για τη Ρωσία, ενώ είναι ανεπιθύμητο και για τη Δύση, παρά το ότι έχει ορισμένα πλεονεκτήματα που αφορούν στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης του ΝΑΤΟ και την εξάντληση ενός μεγάλο παγκόσμιου αντίπαλου. Το δεύτερο σενάριο είναι αποδεκτό για τη Δύση, ενώ και για τη Ρωσία ενέχει λιγότερους κινδύνους αλλά και λιγότερα οφέλη. Βασικός κίνδυνος του είναι η σταδιακή αύξηση της δυτικής παρουσίας.
Παρόμοιος κίνδυνος υπάρχει και στο τρίτο σενάριο, με το οποίο η Δύση αισθάνεται άνετα, αλλά η επιτυχία της Ρωσίας δεν είναι προκαθορισμένη και θα εξαρτηθεί από την στρατηγική υπομονή, την ικανότητα διαχείρισης περιορισμένων πόρων και την εκμετάλλευση της ενέργειας του αντιπάλου. Βασική εργασία της Δύσης θα είναι να καθησυχάσει τη Ρωσία και να φέρει τον ανταγωνισμό μεταξύ των δυο πλευρών σε μια υποτονική κατάσταση που θα τη βολεύει, ενώ βασική εργασία της Ρωσίας θα είναι να αποφύγει το ενδεχόμενο της υπερέκτασης και να μην βαλτώσει σε μια κοστοβόρα αντιπαράθεση.