Ο πρώτος χρόνος της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν τελείωσε όπως ξεκίνησε, με τις ΗΠΑ να αντιμετωπίζουν κρίσεις σε πολλαπλά μέτωπα, τονίζει ο Χαλ Μπραντς σε άρθρο του στο Foreign Affairs.
Όπως αναφέρει, την άνοιξη του 2021 επικρατούσαν φόβοι για πολεμικές συγκρούσεις στην Ανατολική Ευρώπη και στον δυτικό Ειρηνικό, με το Πεκίνο να εξαπολύει εκστρατεία εκφοβισμού κατά της Ταϊβάν και τη Μόσχα να συγκεντρώνει στρατεύματα στα ουκρανικά σύνορα.
Στις αρχές του 2022, ο κόσμος δεν ήταν πιο ήσυχος. Οι απειλητικοί ελιγμοί της Κίνας κοντά στην Ταϊβάν συνεχίστηκαν. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, έχοντας κινητοποιήσει ακόμη περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις κοντά στην Ουκρανία, απειλούσε να ξεκινήσει τη μεγαλύτερη πολεμική σύρραξη σε ευρωπαϊκό έδαφος εδώ και δεκαετίες. Εν τω μεταξύ, η Τεχεράνη και η Ουάσιγκτον έμοιαζαν να οδηγούνται σε νέα κρίση σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την προσπάθειά του τελευταίου για περιφερειακή πρωτοκαθεδρία.
Το να είσαι παγκόσμια υπερδύναμη σημαίνει να μην έχεις ποτέ την πολυτέλεια να ασχολείσαι με ένα μόνο πράγμα, επισημαίνει ο κ. Μπραντς, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Αυτό είναι, σημειώνει, ένα σκληρό μάθημα για τον Μπάιντεν, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του ελπίζοντας να περιορίσει τις εντάσεις σε δευτερεύοντα μέτωπα, ώστε οι ΗΠΑ να μπορέσουν να επικεντρωθούν στο πιο σημαντικό πρόβλημα: την Κίνα.
Η πρώτη χρονιά του Μπάιντεν στην εξουσία έχει σύμφωνα με τον ίδιο ήδη καταδείξει πόσο δύσκολο είναι να διαχειριστείς έναν απείθαρχο κόσμο όταν έχεις περισσότερες ευθύνες και περισσότερους εχθρούς από ό,τι μέσα καταναγκασμού. Μακροπρόθεσμα, μια υπερδύναμη που αποτυγχάνει να ευθυγραμμίσει τις δεσμεύσεις της με τις δυνατότητές της μπορεί να πληρώσει ακόμη πιο βαρύ τίμημα.
Όπως αναφέρει ο κ. Μπραντς, η αρχική θεωρία του Μπάιντεν όσον αφορά την εξωτερική πολιτική ήταν ξεκάθαρη: μην αφήνετε μικρότερες προκλήσεις να αποσπούν την προσοχή σας από τις μεγαλύτερες. Από όλες τις απειλές που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον, η Κίνα είναι με βάση τη θεωρία αυτή «ο μόνος ανταγωνιστής» που μπορεί «να δημιουργήσει μια διαρκή πρόκληση σε ένα σταθερό και ανοιχτό διεθνές σύστημα».
Αυτή η πρόκληση έχει γίνει μεγαλύτερη, καθώς η Κίνα έχει επιταχύνει τις προσπάθειές της να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στην Ασία. Όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ προειδοποίησε δημόσια ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να εισβάλει στην Ταϊβάν μέχρι το 2027. Ο Μπάιντεν δεν ήταν αρκετά αφελής για να σκεφτεί ότι τα άλλα προβλήματα απλώς θα εξαφανίζονταν. Εντούτοις, με την ένταση σε αυτό το κεντρικό μέτωπο να αυξάνεται, επιδίωξε μια σχετική ηρεμία στα υπόλοιπα.
Ο Μπάιντεν απέφυγε επίσης μια ακόμα καταδικασμένη «επανεκκίνηση» των σχέσεων με τη Ρωσία, αλλά πραγματοποίησε μια πρόωρη σύνοδο κορυφής με τον Πούτιν σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει μια «σταθερή και προβλέψιμη» σχέση. Προσπάθησε επίσης να διασώσει την πυρηνική συμφωνία του 2015 με το Ιράν, μειώνοντας έτσι τον αυξανόμενο κίνδυνο σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Τέλος, τερμάτισε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, μια απόφαση που δικαιολόγησε υποστηρίζοντας ότι ήταν καιρός να επικεντρωθεί εκ νέου η προσοχή των ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού.
Οι σχέσεις με τους συμμάχους των ΗΠΑ ακολούθησαν το ίδιο μοτίβο: η κυβέρνηση Μπάιντεν απέσυρε τις αντιρρήσεις των προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, στοιχηματίζοντας ότι ο τερματισμός μιας αμφιλεγόμενης διαμάχης με τη Γερμανία θα διευκόλυνε να πάρει με το μέρος της το Βερολίνο ενάντια στο Πεκίνο.
Η αμυντική στρατηγική του Μπάιντεν ακολουθεί σύμφωνα με τον κ. Μπραντς ένα παρόμοιο μοτίβο. Η κυβέρνηση Τραμπ είχε προχωρήσει σε μια σημαντική στροφή στον αμυντικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι το Πεντάγωνο πρέπει να προετοιμαστεί για μια σύγκρουση ενάντια σε μια μεγάλη δύναμη -ιδιαίτερα την Κίνα- παρόλο που αυτό σήμαινε αποδοχή μεγαλύτερου κινδύνου σε άλλες περιοχές.
Το Πεντάγωνο του Μπάιντεν πέρασε το 2021 εστιάζοντας στο πώς να αποτρέψει την κινεζική επιθετικότητα, αποσύροντας αμυντικό εξοπλισμό από τη Μέση Ανατολή και κάνοντας πιο μακροπρόθεσμες επενδύσεις με σκοπό να «δώσουμε προτεραιότητα στην πρόκληση της Κίνας και τον στρατιωτικό της εκσυγχρονισμό».
Προβλήματα παντού
Ο Μπάιντεν έχει σύμφωνα με τον κ. Μπραντς δίκιο στο ό,τι η πρόκληση της Κίνας επισκιάζει όλες τις άλλες. Η κυβέρνησή του έχει κάνει σημαντικές κινήσεις στο μέτωπο αυτό, όπως η συνεργασία AUKUS με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, ο Μπάιντεν δεν έχει επωφεληθεί από μια υποχώρηση των εντάσεων στα άλλα μέτωπα.
Όπως σημειώνει, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν επιτάχυνε την κατάρρευση της κυβέρνησης του Χαμίντ Καρζάι, δημιουργώντας βραχυπρόθεσμη κρίση. Εν τω μεταξύ, μια βίαιη εσωτερική σύγκρουση στην Αιθιοπία αποσταθεροποίησε μια από τις πιο σημαντικές χώρες της Αφρικής. Το χειρότερο από όλα, οι σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν και τη Ρωσία επιδεινώθηκαν.
Το Ιράν έχει τηρήσει σκληρή στάση στις διαπραγματεύσεις για την πυρηνική συμφωνία, ενώ μειώνει σταθερά τον χρόνο που χρειάζεται για την παραγωγή ενός πυρηνικού όπλου. Οι «αντιπρόσωποι» (proxies) της Τεχεράνης έχουν επίσης πραγματοποιήσει επιθέσεις εναντίον αμερικανικού προσωπικού στη Μέση Ανατολή.
Ο Πούτιν, από την πλευρά του, έχει εγκρίνει την πραγματοποίηση σημαντικών κυβερνοεπιθέσεων κατά κρίσιμων υποδομών στις HΠΑ. Απείλησε με πόλεμο κατά της Ουκρανίας την άνοιξη και τώρα έχει κινητοποιήσει δυνάμεις στα σύνορα, με τους Αμερικανούς αξιωματούχους να φοβούνται ότι θα επιχειρήσει να εισβάλει στη χώρα. Για τη διατήρηση της ειρήνης, η Μόσχα απαίτησε να αναγνωριστεί μια ρωσική σφαίρα επιρροής και να ανακληθεί η στρατιωτική παρουσίας του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Το τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο Πούτιν για την Ουκρανία είναι αβέβαιο, αλλά είναι βέβαιο πως δεν αντιμετωπίζει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ ως «σταθερές και προβλέψιμες».
Αυτά είναι δυσοίωνα σημάδια για το 2022, υπογραμμίζει ο κ. Μπραντς. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με σοβαρές κρίσεις ασφαλείας στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, εκτός από τις επίμονες και αυξημένες εντάσεις στον Ειρηνικό. Και αυτό υποδηλώνει σύμφωνα με τον ίδιο ένα βαθύτερο πρόβλημα στις ΗΠΑ, ένα πρόβλημα που συσσωρεύεται εδώ και χρόνια: τη στρατηγική υπερέκταση.
Περισσότερα με λιγότερα
Το να αντιμετωπίζει προβλήματα σε πολλά μέτωπα είναι κάτι συνηθισμένο για μια παγκόσμια δύναμη. Όπως τονίζει ο κ. Μπραντς, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ -και η αμυντική στρατηγική που την υποστηρίζει- έχει σχεδιαστεί εδώ και καιρό έχοντας αυτό το πρόβλημα κατά νου. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν να διατηρούν έναν στρατό αρκετά μεγάλο και ικανό να εμπλακεί σε δύο σοβαρούς πολέμους σε διαφορετικές περιοχές ταυτόχρονα.
Με τον καιρό, ωστόσο, το μοντέλο αυτό ήταν αδύνατο να διατηρηθεί. Όπως επισημαίνει ο κ. Μπραντς, οι περικοπές των αμυντικών δαπανών μετά 2011 ανάγκασαν το Πεντάγωνο να υιοθετήσει ένα λιγότερο φιλόδοξο μοντέλο που είχε σαν στόχο τη νίκη επί ενός ικανού επιτιθέμενου και την «πρόκληση πολύ σοβαρών ζημιών» σε έναν άλλον. Εν τω μεταξύ, ο αριθμός των απειλών αυξανόταν.
Μέχρι το τέλος της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, δεν ήταν πλέον βέβαιο αν οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να νικήσουν την Κίνα αν το Πεκίνο εξαπέλυε επίθεση στην Ταϊβάν ή τη Ρωσία αν η Μόσχα εισέβαλε στην περιοχή της Βαλτικής. Αυτό που ήταν ξεκάθαρο ήταν ότι οποιοσδήποτε τέτοιος πόλεμος θα απαιτούσε σχεδόν το σύνολο της στρατιωτικής ισχύος του Πενταγώνου.
Αυτή η συνειδητοποίηση προκάλεσε σύμφωνα με τον κ. Μπραντς μια σημαντική αλλαγή στον αμυντικό σχεδιασμό των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Τραμπ διακήρυξε ότι το πρότυπο των δύο πολέμων ήταν ιστορία. Ο στρατός των ΗΠΑ θα είχε στο εξής σαν στόχο να κερδίσει έναν μεγάλο πόλεμο ενάντια σε έναν μεγάλο αντίπαλο.
Πρόβλημα αξιοπιστίας
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος, που αναδεικνύουν οι ταυτόχρονες κρίσεις στην Ανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, είναι σύμφωνα με τον κ. Μπραντς να αναγκαστούν οι ΗΠΑ να διεξάγουν πολέμους κατά της Κίνας και της Ρωσίας ταυτόχρονα. Αυτό θα ήταν πράγματι ένα εφιαλτικό σενάριο για έναν στρατό «ενός πολέμου».
Αλλά όπως τονίζει ο κ. Μπραντς δεν θα χρειαζόταν να επέλθει μια παγκόσμια καταστροφή για να αποκαλυφθούν τα προβλήματα που προκαλούνται από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η Ουάσιγκτον.
Πρώτον, η υπερέκταση περιορίζει τις επιλογές των ΗΠΑ σε μια κρίση. Το πού πρέπει οι ΗΠΑ να χαράξουν τη γραμμή ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα στην ανατολική Ευρώπη και το πόσο σκληρά θα πρέπει να απωθήσουν τις προκλήσεις της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή είναι ζητήματα ανοιχτά προς συζήτηση. Αλλά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν μια αμυντική στρατηγική που είναι ολοένα και περισσότερο επικεντρωμένη στην Κίνα έχει αρνητικό αντίκτυπο σε άλλα μέτωπα. Αν ένας πρόεδρος των ΗΠΑ γνωρίζει ότι το Πεντάγωνο θα χρειαστεί όλες τις δυνάμεις που έχει στη διάθεση του σε έναν πόλεμο με την Κίνα, θα είναι λιγότερο διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει βία κατά του Ιράν ή της Ρωσίας, σε περίπτωση που η Ουάσιγκτον βρεθεί εκτεθειμένη αν ξεσπάσει βία στον Ειρηνικό.
Αυτό το ζήτημα οδηγεί σύμφωνα με τον κ. Μπραντς σε ένα δεύτερο πρόβλημα: την απώλεια της διπλωματικής επιρροής. Ορισμένοι παρατηρητές εικάζουν ότι ο Πούτιν και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ συντονίζουν τις ενέργειές τους έναντι της Ουκρανίας και της Ταϊβάν για να απειλήσουν την Ουάσιγκτον σε έναν πόλεμο δύο μετώπων.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο συντονισμός αυτός δεν είναι απαραίτητος για να επωφεληθεί κανείς από την υπερέκταση των ΗΠΑ. Ιστορικά, η υπερέκταση φέρνει τις υπερδυνάμεις αντιμέτωπες με δύσκολες επιλογές.
Οι ηγέτες στη Μόσχα και την Τεχεράνη μπορούν να δουν ότι οι ΗΠΑ επικεντρώνονται περισσότερο στην Κίνα. Αυτό τους δίνει ένα κίνητρο να πιέσουν περισσότερο την Ουάσιγκτον με την ελπίδα να αποσπάσουν κέρδη. Όσο πιο έντονη είναι η επικέντρωση των ΗΠΑ στην Κίνα, τόσο υψηλότερο είναι το τίμημα που μπορεί να είναι διατεθειμένες να πληρώσουν για να περιορίσουν τις εντάσεις σε άλλα μέτωπα.
Δύσκολες επιλογές
O κ. Μπραντς τονίζει ότι η στρατιωτική ισχύς δεν είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Αλλά όπως υπογραμμίζει είναι απαραίτητο συστατικό μιας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς η ισχύς παραμένει ο τελικός διαιτητής των διεθνών διαφορών. Ο Σι, ο Πούτιν και άλλοι αντίπαλοι των ΗΠΑ είναι απίθανο να αλλάξουν στάση λόγω της «αδυσώπητης διπλωματίας» του Μπάιντεν, εκτός κι αν φοβούνται την αμερικανική στρατιωτική ισχύ.
Ιστορικά, η στρατηγική υπερέκταση έχει οδηγήσει τις υπερδυνάμεις σε δύσκολες επιλογές για το πώς θα αντιμετωπίσουν ανισορροπίες ανάμεσα στις δεσμεύσεις τους και τις ικανότητές τους.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί σύμφωνα με τον κ. Μπραντς να προσπαθήσει να παρακάμψει αυτό το δίλημμα διαχειριζόμενη τις εντάσεις με το Ιράν, τη Ρωσία και άλλες αντίπαλες δυνάμεις, ενθαρρύνοντας παράλληλα τους συμμάχους στην Ευρώπη και τους εταίρους στη Μέση Ανατολή να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική τους άμυνα. Είναι μια εύλογη αντίδραση. Ωστόσο, υπογραμμίζει ο κ. Μπραντς, το πρώτο έτος της κυβέρνησης Μπάιντεν έχει ήδη καταδείξει ότι η στρατηγική υπερέκταση προκαλεί ζημιά.
Τελικά, ο κόσμος θα τιμωρήσει μια υπερδύναμη που επιτρέπει το στρατηγικό της έλλειμμα να είναι πολύ μεγάλο για πάρα πολύ καιρό, καταλήγει.