Πρόσθετη αβεβαιότητα και περαιτέρω προσπάθειες για τη στήριξη της ισοτιμίας της λίρας και των συναλλαγματικών αποθεμάτων προοιωνίζεται η απόφαση της κεντρικής τράπεζας της χώρας (CBRT) να απαιτήσει από τους εξαγωγείς να μετατρέψουν το 25% των εσόδων τους σε δολάρια, ευρώ και βρετανικές λίρες, σε τουρκικό νόμισμα.
Η νέα αυτή απαίτηση «παράδοσης» εσόδων από εξαγωγές είναι ένα de facto μέτρο capital controls και σηματοδοτεί την τελευταία προσπάθεια της Άγκυρας να περιορίσει την αυξανόμενη δολαριοποίηση της οικονομίας της Τουρκίας εν μέσω ελεύθερης πτώσης του τοπικού νομίσματος.
Στις 20 Δεκεμβρίου, η τουρκική κυβέρνηση προσφέρθηκε να αποζημιώσει τους κατόχους καταθέσεων σε λίρες για τις διαφορές μεταξύ του συμβατικού επιτοκίου και της απώλειας αξίας λόγω υποτίμησης. Λιγότερο από το 2% των καταθέσεων σε συνάλλαγμα στις τουρκικές τράπεζες μετατράπηκαν στη συνέχεια σε λίρες. Και με τον πληθωρισμό να φτάνει σε υψηλό 19 ετών τον Δεκέμβριο, το νόμισμα συνέχισε να υποτιμάται έναντι του δολαρίου και του ευρώ.
Τα τελευταία στοιχεία CBRT, στις 24 Δεκεμβρίου, δείχνουν ότι την εβδομάδα κατά την οποία ανακοινώθηκε το παραπάνω σχέδιο «αποζημίωσης» τα τουρκικά νοικοκυριά μετέτρεψαν μόνο 100 εκατομμύρια δολάρια από τις συνολικές καταθέσεις σε ξένο νόμισμα ύψους 239 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε λίρες, ενώ οι επιχειρήσεις αύξησαν τα ποσά που διακρατούν σε ξένο νόμισμα κατά 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μέτρα όπως η υποχρέωση μετατροπής εσόδων σε λίρες δεν είναι κάτι πρωτοφανείς για την Τουρκία, αλλά η τελευταία κίνηση δείχνει ότι η Άγκυρα θα διατηρήσει την πολιτική προσέγγισή της σε ότι αφορά τη νομισματική πολιτική απορρίπτοντας τα υψηλότερα επιτόκια ως εργαλείο κατά του πληθωρισμού.
Το σχέδιο δεν θα ανακόψει τον πληθωρισμό, μπορεί δε να κάνει χειρότερα τα πράγματα, καθώς οι απώλειες Υπουργείου Οικονομικών/CBRT νομισματοποιούνται και προσθέτουν ρευστότητα στην οικονομία, δεδομένης της απότομης πτώσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας της λίρας και των καθαρών αρνητικών συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας, στοιχεία που συνηγορούν σε περαιτέρω υποτίμηση της λίρας.
Μετά την ανακοίνωση της 20ης Δεκεμβρίου για αποζημίωση των καταθετών, η λίρα ανέστρεψε ορισμένες από τις απώλειές της έναντι του δολαρίου, αλλά στις 25 Δεκεμβρίου άρχισε να πέφτει ξανά και έχασε το 20% της αξίας της την τελευταία εβδομάδα του 2021. Υπάρχει στοιχεία ότι πολλά από τα κέρδη της λίρας μπορεί να οφείλονταν σε μαζική παρέμβαση από την CBRT και τις κρατικές τράπεζες, αν και οι «επίσημοι» αριθμοί παρέμβασης δείχνουν ότι έγιναν πωλήσεις δολαρίων ύψους μόνο 5,2 δισεκατομμύρια δολαρίων τις δύο πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου.
Η Τουρκία από τον Σεπτέμβριο του 2018 έως τα τέλη του 2019, κατά τη διάρκεια ενός προηγούμενου επεισοδίου νομισματικής κρίσης είχε χρησιμοποιήσει «ήπιους» ελέγχους κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής προμήθειας στις μετατροπές νομισμάτων και της προσαρμογής των απαιτήσεων για αντιστάθμιση συναλλάγματος.
Η απόδοση των 10ετών κρατικών ομολόγων σε λίρες έφτασε στο 24,9% στις 29 Δεκεμβρίου, σημειώνοντας αύξηση άνω των επτά ποσοστιαίων μονάδων από τότε που η κεντρική τράπεζα άρχισε να μειώνει το επιτόκιο πολιτικής της τον Σεπτέμβριο. Τα επιτόκια δανείων έχουν εκτιναχθεί έως και 35%, από σταθμισμένο μέσο όρο 21%, σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας και χρηματοπιστωτικών οίκων.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να σταθεροποιήσει το νόμισμα δημιουργούν πρόσθετο πολιτικό κίνδυνο αυξάνοντας την αβεβαιότητα, καθώς και δημοσιονομικό κίνδυνο στην τουρκική οικονομία, εάν κληθεί να πληρώσει τις αποζημιώσεις μέσω του προϋπολογισμού. Το αν θα αντιμετωπίσουν μόνιμα το πρόβλημα της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξαρτάται από την αξιοπιστία, η οποία, όπως προκύπτει από τις αντιδράσεις των Τούρκων πολιτών λείπει.
Δεν υπήρξε ζήτηση για forward swaps συναλλάγματος, τα οποία στόχευαν στο να κάνουν τις επιχειρήσεις να διατηρήσουν τα κεφάλαιά τους σε λίρες. Η μεταβλητότητα έχει αυξηθεί τόσο στο νόμισμα, όσο και σε τουρκικά περιουσιακά στοιχεία, όπως οι μετοχές.
Η εγγύηση καταθέσεων κινδυνεύει να υπονομευτεί από τη δημιουργία νέων πηγών αβεβαιότητας, καθώς καταθέτες και επενδυτές είτε καθυστερούν τη μετατροπή των κεφαλαίων, είτε ζητούν υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia), ενώ επιταχύνεται ο πληθωρισμός. Η αστάθεια του νομίσματος και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν αυξήσει τους οικονομικούς πονοκεφάλους στην Τουρκία, όπως αντικατοπτρίζεται στις έρευνες καταναλωτικής εμπιστοσύνης και στη μείωση της υποστήριξης προς τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.