Τα τελευταία 18 χρόνια, ο Recep Tayyip Erdogan έχει συγκεντρώσει περισσότερη εξουσία απ’ ότι οποιοσδήποτε άλλος ηγέτης μετά τον Mustafa Kemal Ataturk, τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας. Έχει μεταμορφώσει την πολιτική της Τουρκίας, έχει καταστείλει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα κα έχει ξαναγράψει το Σύνταγμα της χώρας προκειμένου να δώσει περισσότερες εξουσίες στην προεδρία. Αλλά λόγω του εριστικού του στιλ και των αυταρχικών του ενστίκτων, έχει αποκτήσει επικριτές τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, γράφει ο Ian Bremmer (*) σε άρθρο του στο Time. Όπως επισημαίνει, το μεγαλύτερο πολιτικό του πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι οικονομικό: η ανεργία βρίσκεται κοντά στο 14%, ο πληθωρισμός παραμένει σε διψήφιο ποσοστό και η πανδημία συνεχίζεται.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ο πρόεδρος και το κόμμα του της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) πληρώνουν πολιτικό τίμημα για όλα αυτά. Ο πρόεδρος Erdogan έρχεται δεύτερος έναντι του αντιπάλου του, Ekrem Imamoglu, σε αρκετές πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Πρόσφατη δημοσκόπηση του Turkiye Raporu έδειξε πως το ποσοστό του AKP σε ενδεχόμενες εκλογές μειώνεται για πρώτη φορά κάτω από το 30%.
Η προθυμία του Erdogan να επιτρέψει στον νέο διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει κατά πολύ τα επιτόκια το περασμένο έτος, έχει σταθεροποιήσει τις συνθήκες, καθώς έχει μειώσει τον πληθωρισμό και έχει προσελκύσει περισσότερες ξένες επενδύσεις. Καθώς η πανδημία της Covid-19 λειτουργεί όλο και πιο επιβαρυντικά στον πλούτο των νοικοκυριών, οι εσωτερικές πολιτικές πιέσεις εντείνονται και η ζήτηση για αλλαγή αυξάνεται. Τους επόμενους μήνες ο Erdogan μπορεί κάλλιστα να στραφεί στα «μπαλώματα» εκείνα στην οικονομική πολιτική που κατέστησαν την Τουρκία τόσο εύθραυστη.
Στο μεταξύ, γράφει ο Bremmer, ελλείψει άρτου, ο Erdogan προσφέρει θεάματα ελπίζοντας πως θα συσπειρώσει τη βάση του και θα αποσπάσει την προσοχή τους από τις δυσκολίες. Όταν οι φοιτητές διαδήλωσαν κατά της απόφασης του Erdogan να επιλέξει έναν πολιτικό «πιστό» του για τη θέση του πρύτανη σε μεγάλο πανεπιστήμιο, τους επιτέθηκε χαρακτηρίζοντάς τους τρομοκράτες και πολλοί από αυτούς συνελήφθησαν.
Ξεκίνησε πολιτικό καυγά ζητώντας νέες συνταγματικές αλλαγές που θα δίνουν στον πρόεδρο νέες εξουσίες που, όπως υποστηρίζει, τις χρειάζεται, παρά το ότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει την ειδική πλειοψηφία που απαιτείται για να επικυρωθεί κάτι τέτοιο στη Βουλή. Ο Erdogan έχει επίσης εργαστεί σκληρά για να αναζωπυρώσει την εθνική υπερηφάνεια. Τον περασμένο μήνα δεσμεύτηκε να σηματοδοτήσει την επέτειο των 100 ετών από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας με μια αποστολή στο διάστημα που θα καταλήξει σε μια «πρώτη επαφή με το φεγγάρι» και θα ακολουθήσει αργότερα μια επανδρωμένη αποστολή. Οι φτωχές δημοσκοπικές επιδόσεις του υποδηλώνουν πως οι προτεραιότητες του λαού βρίσκονται πιο κοντά στο σπίτι τους.
Ο Erdogan έχει επίσης στραφεί κατά πιο προβλέψιμων στόχων. Στις 8 Φεβρουαρίου άφησε να εννοηθεί πως έρχονται καλά νέα από το «μέτωπο» της ασφάλειας. Αλλά στη συνέχεια ένα σχέδιο για τη διάσωση Τούρκων ομήρων που κρατούνταν από Κούρδους αυτονομιστές στο βόρειο Ιράκ μετατράπηκε σε καταστροφή, και ο Erdogan αναγκάστηκε να ακυρώσει την θριαμβευτική δημοσκοπημένη ομιλία που είχε προγραμματίσει.
Στη συνέχεια ήρθε η είδηση πως η κυβέρνηση Erdogan συνέλαβε περισσότερους από 700 ανθρώπους, περιλαμβανομένων μελών ενός φιλοκουρδικού πολιτικού κόμματος, με την υποψία ότι είχαν δεσμούς με αυτονομιστές. Θα μπορούσε να προσπαθήσει να απαγορεύσει τελείως το συγκεκριμένο κόμμα, δημιουργώντας μια νέα πηγή τριβής τόσο εντός όσο και εκτός της Τουρκίας.
Μάλιστα, το «βαρύ χέρι» Erdogan στην εγχώρια αντιπολίτευση προκαλεί εντάσεις με άλλες κυβερνήσεις. Άλλωστε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden και οι ηγέτες της ΕΕ νοιάζονται πολύ περισσότερο απ’ ότι ο Donald Trump για τη δημοκρατία και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα που διχάζουν την Τουρκία και τη Δύση. Η αγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400 από τη χώρα, που είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, παρά τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές αντιρρήσεις, αποτελεί σημείο τριβής. Η επικείμενη δίκη της τουρκικής τράπεζας Halkbank για την κατηγορία ότι βοήθησε το Ιράν να παρακάμψει κυρώσεις, θα μπορούσε να αποδειχθεί βαθύτατα ντροπιαστική για τον Erdogan προσωπικά.
Ο Erdogan έχει αψηφήσεις τις αντιρρήσεις της ΕΕ για την άδεια που έδωσε για πετρελαϊκές έρευνες σε ύδατα που διεκδικεί στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτό για την ώρα έχει μπει στον «πάγο». Δημιούργησε επίσης μια κρίση πέρυσι όταν ανακοίνωσε πως «άνοιξε τις πύλες προς την Ευρώπη» για πρόσφυγες που φιλοξενούσε η Τουρκία στο πλαίσιο συμφωνίας με την ΕΕ. Πρόσφατα, μετά την αποστολή ερευνητικού πλοίου σε σημεία του Αιγαίου που γνώριζε η Τουρκία πως θα προκαλούσαν την οργή της Αθήνας, Τούρκοι αξιωματούχοι διαμαρτυρήθηκαν πως ελληνικά αεροπλάνα παρενόχλησαν το πλοίο. Ο Erdogan συνεχίζει επίσης να αντιτίθεται στα σχέδια της ΕΕ για επανένωση της Κύπρου, επιμένοντας σε μια «λύση δυο κρατών».
Μπορεί να ελπίζει σε σταθερές σχέσεις με τη Ρωσία του Vladimir Putin, αλλά αυτό εξαρτάται από το αν θα παραμείνει σε ισχύ η εκεχειρία γύρω από την Συριακή πόλη Ιντλίμπ, όπου μια ακόμα επιχείρηση κατά του στηριζόμενου από τη Ρωσία συριακού στρατού θα μπορούσε να στείλει κύματα προσφύγων προς τα τουρκικά σύνορα. Η Τουρκία έχει επίσης παρέμβει στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης και στον Καύκασο στηρίζοντας το Αζερμπαϊτζάν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης αντιπαράθεσης με την Αρμενία.
Η Ιστορία λέει πως ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας θα γίνει ακόμα πιο επιθετικός και απρόβλεπτος, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, καθώς η οικονομία της χώρας του βαραίνει περισσότερο στο πολιτικό του μέλλον, καταλήγει ο Bremmer.
(*) Ο Ian Bremmer είναι αρθρογράφος θεμάτων διεθνών σχέσεων του Time και επίσης πρόεδρος του Eurasia Group και της εταιρείας GZERO Media. Διδάσκει εφαρμοσμένη γεωπολιτική στο School of International and Public Affairs του Πανεπιστημίου Columbia.