Oι αντίπαλοι των ΗΠΑ πιθανόν να δουν την πρόσφατη κατάληψη του Καπιτωλίου ως ευκαιρία για να αναλάβουν γρήγορα δράση εναντίον αμερικανικών συμφερόντων εν όψει της ορκωμοσίας του εκλεγμένου προέδρου, υπολογίζοντας πως έχοντας στραμμένη αλλού την προσοχή της η Ουάσινγκτον, θα είναι ανεπαρκώς προετοιμασμένη να απαντήσει σε προκλήσεις που μπορεί να ενισχύσουν το διαπραγματευτικό τους πλεονέκτημα με την νέα κυβέρνηση του Joe Biden.
Από τις 6 Ιανουαρίου, πολλοί βασικοί αξιωματούχοι του τομέα της εθνικής ασφάλειας έχουν παραιτηθεί, μειώνοντας το επιτελείο των ειδημόνων σε θέματα ασφαλείας που είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τον πρόεδρο Donald Trump.
Για να αποφευχθεί μια επανάληψη της εισβολής της 6ης Ιανουαρίου, οι αξιωματούχοι του τομέα της εθνικής ασφάλειας στην Ουάσινγκτον θα είναι απόλυτα επικεντρωμένοι στη διασφάλιση της ασφάλειας των εκδηλώσεων της ημέρας της ορκωμοσίας του νέου προέδρου στις 20 Ιανουαρίου, αν και με αυτόν τον τρόπο διακινδυνεύουν να αποσπάσουν πόρους και προσοχή από δυνητικές ξένες απειλές.
Στους κυβερνητικούς αξιωματούχους που έχουν μέχρι στιγμής παραιτηθεί λόγω της εισβολής της 6ης Ιανουαρίου, περιλαμβάνονται ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Trump (που είναι βασικός σύμβουλος σε θέματα Κίνας), καθώς και πέντε ανώτατοι διευθυντές του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με τομείς ευθύνης τη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, την Ευρώπη, τη Ρωσία, την υποσαχάρια Αφρική, τα όπλα μαζικής καταστροφής και την αμυντική πολιτική. Οι αποχωρήσεις αυτές έρχονται να προστεθούν σε μια μακρά λίστα κενών θέσεων που έχουν δημιουργήσει πρόβλημα την κυβέρνηση Trump.
Οι υπόλοιποι κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Trump πιθανότατα θα περάσουν τις τελευταίες ημέρες τους υπολογίζοντας τις δικές τους επιλογές για παραίτηση, αλλά και τις προοπτικές τους για απασχόληση αφού φύγουν από την κυβέρνηση. Οι αρχηγοί στο υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ θα έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν ευρεία κριτική για την βραδεία κινητοποίηση των μονάδων της Εθνοφρουράς προς το Καπιτώλιο.
Εν τω μεταξύ, αξιωματούχοι του FBI και του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας θα έχουν να αντιμετωπίσουν επικρίσεις ότι αγνόησαν την εσωτερική απειλή της δεξιάς βίας, που θα μπορούσε να στρέψει περαιτέρω την προσοχή από τις δυνητικές εξωτερικές απειλές.
Οι αντίπαλοι των ΗΠΑ έχουν χαρακτηρίσει ευρύτερα το χάος στο Καπιτώλιο ως απόδειξη πως η Ουάσινγκτον δεν έχει το δικαίωμα να κάνει κήρυγμα σε άλλες χώρες για τη συμπεριφορά τους. Εξισώνουν επίσης ψευδώς αυτούς που προκάλεσαν τα επεισόδια στο Καπιτώλιο με ακτιβιστές στις δικές τους χώρες, για να δικαιολογήσουν τις δικές τους πρόσφατες επιχειρήσεις καταστολής αντιφρονούντων. Ορισμένοι αντίπαλοι είναι πιθανόν να χρησιμοποιήσουν την εισβολή στο Καπιτώλιο ως καταλύτη για να αναλάβουν νέες κακόβουλες ενέργειες, ενώ άλλοι θα χρησιμοποιήσουν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου για να δικαιολογήσουν την υπάρχουσα αποσταθεροποιητική συμπεριφορά τους.
Το Ιράν, η επιθετική συμπεριφορά του οποίου κλιμακώθηκε την πρώτη εβδομάδα του νέου έτους, θα μπορούσε να κάνει σειρά κινήσεων εναντίον των ΗΠΑ, όπως η διενέργεια πιο ενεργητικών θαλάσσιων δράσεων στον Περσικό Κόλπο για την ενθάρρυνση των αντιπροσώπων του να στοχεύσουν αμερικανικές δυνάμεις και συμφέροντα στην περιοχή. Η Τεχεράνη μπορεί να υπολογίσει πως το κόστος αν έκανε κάτι τέτοιο θα ήταν μικρό ή μηδενικό, και πως τέτοιες κινήσεις θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική της δύναμη έναντι της νέας κυβέρνησης Biden, η οποία έχει ξεκαθαρίσει πως θα βάλει σε προτεραιότητα τις διαπραγματεύσεις με το Ιράν μόλις αναλάβει τα καθήκοντά της.
Η Βόρεια Κορέα, αν και πιθανότατα θα αποφύγει μεγάλες κινήσεις πριν αναλάβει καθήκοντα ο Biden, θα μπορούσε να εμπλακεί σε τακτικές λεκτικού εκφοβισμού, ιδιαίτερα αν ο ηγέτης Kim Jong Un θεωρήσει πως ακόμα και μια ρητορική πρόκληση θα μπορούσε να ενισχύσει την θέση του στο εσωτερικό της χώρας, μετά και την πρόσφατη παραδοχή του για οικονομικές αποτυχίες.
Η Κίνα, που παρομοίασε τους ταραχοποιούς του Καπιτωλίου με τους ακτιβιστές που μάχονται υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το χάος στις ΗΠΑ για να δικαιολογήσει την περαιτέρω κλιμάκωση της συνεχιζόμενης καταστολής των διαφωνούντων στην πόλη, κάνοντας αβάσιμους παραλληλισμούς μεταξύ της εισβολής στο Καπιτώλιο και της εισβολής διαδηλωτών το 2019 στο Νομοθετικό Συμβούλιο του Χονγκ Κονγκ.
Το Πεκίνο θα μπορούσε επίσης να κάνει επίδειξη δύναμης σε «καυτά σημεία» όπως η Νότια Σινική Θάλασσα ή η τα Στενά της Ταϊβάν. Τα κινεζικά κρατικά ΜΜΕ έχουν χαρακτηρίσει ευρύτερα την εισβολή στο Καπιτώλιο ως ενδεικτική της αποτυχίας του αμερικανικού δημοκρατικού συστήματος, με τους Global Times να την αποκαλούν ένδειξη «εσωτερικής κατάρρευσης».
Η Ρωσία, οι πολιτικοί και τα μέσα ενημέρωσης της οποίας χάρηκαν με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, θα μπορούσε να κάνει κατασταλτικές κινήσεις στο εσωτερικό ή προκλητικές ενέργειες σε διάφορα θέατρα επιχειρήσεων στο εξωτερικό, όπως στη Συρία ή στην Ουκρανία. Το ναυτικό ή η αεροπορία της Ρωσίας θα μπορούσαν να «ερευνήσουν» τις άμυνες κοντά σε ευαίσθητες περιοχές όπως ο Βόρειος Ατλαντικός ή η Αλάσκα. Οι Ρώσοι ηγέτες έχουν πρόθυμα χρησιμοποιήσει τη βία στο Καπιτώλιο για να χλευάσουν την Αμερικανική δημοκρατία και να παρουσιάσουν τα γεγονότα ως την πιο ξεκάθαρη ένδειξη πως οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να υπαγορεύουν τους παγκόσμιους κανόνες.
Ακόμα και σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, θα μπορούσαν να κάνουν αποσταθεροποιητικές κινήσεις τις επόμενες ημέρες, καθώς θεωρούν πως είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν ελάχιστες αντιστάσεις από μια πιο φιλική κυβέρνηση Trump σε σχέση με αυτήν του διαδόχου του. Το Κάιρο θα μπορούσε να κλιμακώσει την εσωτερική του καταστολή προτού αναλάβει τη διακυβέρνηση μια πιο επιφυλακτική αμερικανική κυβέρνηση, ενώ Ισραηλινοί πολιτικοί μπορεί να δεσμευτούν σε προσάρτηση ή σε κατασκευή περισσότερων οικισμών σε Παλαιστινιακά εδάφη, ιδιαίτερα καθώς το Ισραήλ εισέρχεται σε νέα εκλογική περίοδο που θα ενισχύσει τους εθνικιστές.
Πιο μακροπρόθεσμα, οι αντίπαλοι των ΗΠΑ πιθανότατα θα εκμεταλλευτούν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου για να αποτρέψουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης Biden να δώσει νέα πνοή στην προώθηση της δημοκρατίας στο εξωτερικό, να επιβάλλει τους παγκόσμιους κανόνες και να ποινικοποιήσει την κακή συμπεριφορά, καθώς και τις ευρύτερες προσπάθειες για αποκατάσταση της αμερικανικής αξιοπιστίας και επιρροής στο παγκόσμιο σκηνικό.
Οι αντίπαλοι είναι επίσης πιθανό να εξετάσουν το πώς θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τους ακραίους κοινωνικούς διχασμούς που φάνηκαν στις 6 Ιανουαρίου, μεταξύ άλλων μέσω περαιτέρω προσπαθειών online παραπληροφόρησης, ορισμένες από τις οποίες συνέβαλλαν στην παρακίνηση της εισβολής στο Καπιτώλιο.
Πολλοί αντίπαλοι των ΗΠΑ –από υπερδυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία μέχρι περιφερειακούς παράγοντες όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, και ακόμα και τοπικούς όπως η Λευκορωσία και η Ζιμπάμπουε- έχουν παρουσιάσει δημοσίως την εισβολή στο Καπιτώλιο ως απόδειξη πως οι ΗΠΑ δεν είναι ικανές να ηγηθούν του κόσμου. Η βία στο Καπιτώλιο θα τροφοδοτήσει επίσης αναθεωρητικά αφηγήματα από χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, πως το ηγούμενο από τις ΗΠΑ δυτικό σύστημα δημοκρατίας είναι εγγενώς ελλαττωματικό σε σύγκριση με τη διακυβέρνηση και τη φερόμενη σταθερότητα των αυταρχικών καθεστώτων.
Σε αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο ηγέτης της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της άνω βουλής της Ρωσίας έγραψε πως «η γιορτή της δημοκρατίας τελείωσε. Δυστυχώς, έπιασε πάτο… η Αμερική δεν χαράζει πλέον την πορεία και έτσι έχει χάσει κάθε δικαίωμα να την ορίζει. Και, ακόμα περισσότερο, να την επιβάλει σε άλλους».
Ο πρόεδρος της Ζιμπάμπουε έχει επίσης ζητήσει να μπει τέλος στις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη χώρα του, λέγοντας πως οι ΗΠΑ «δεν έχουν ηθικό δικαίωμα να τιμωρούν ένα άλλο έθνος υπό το πρόσχημα της τήρησης της δημοκρατίας».