Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βρίσκονται σε έναν τεχνολογικό ψυχρό πόλεμο εδώ και αρκετά χρόνια. Η πανδημία Covid-19, που προήλθε από την κινεζική πόλη Ουχάν, πιέζει τώρα την Ουάσινγκτον να κάνει ακόμα πιο δυνατές κινήσεις κατά του Πεκίνου, προκαλώντας στους αμερικανούς ψηφοφόρους και νομοθέτες ένα αντικινεζικό αίσθημα. Όμως, η τελευταία προσπάθεια του Λευκού Οίκου να αυξήσει τους ελέγχους στις εξαγωγές της Κίνας και να περιορίσει την γενικότερη πρόσβαση του Πεκίνου στην αμερικανική τεχνολογία θα έχει αντίτιμο τον περαιτέρω κατακερματισμό του εξαιρετικά ενοποιημένου δικτύου της αλυσίδας προμήθειας του κλάδου.
Εκτεταμένοι έλεγχοι εξαγωγών
Στις 28 Απριλίου, το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ εξέδωσε νέους κανόνες που διευρύνουν το αντικείμενο των αμερικανικών ελέγχων στις εξαγωγές, περιλαμβάνοντας για παράδειγμα εξοπλισμό κατασκευής ημιαγωγών:
-η πρώτη αλλαγή στον κανονισμό διευρύνει τον ορισμό του υπουργείου Εμπορίου για τη στρατιωτική τελική χρήση, περιλαμβάνοντας αντικείμενα που επίσης στηρίζουν ή συμβάλλουν στη λειτουργία, εγκατάσταση, συντήρηση, επισκευή, αναβάθμιση, ανακατασκευή, ανάπτυξη ή παραγωγή στρατιωτικών αντικειμένων.
-με την αλλαγή στον δεύτερο κανόνα, εξαγωγές αντικειμένων που ελέγχονται από την εθνική ασφάλεια για πολιτική τελική χρήση, τα οποία εξαιρούνταν προηγουμένως, καθώς και οι τελικοί χρήστες στην Κίνα (και σε αρκετές άλλες χώρες) θα υπόκεινται τώρα σε εξέταση από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
-το υπουργείο Εμπορίου έχει επίσης προτείνει μια τρίτη αλλαγή κανόνα με την οποία απαιτεί να υπάρχει άδεια για την επαν-εξαγωγή αντικειμένων που ελέγχονται από την εθνική ασφάλεια προς χώρες που αποτελούν πηγή ανησυχίας για την εθνική ασφάλεια.
Ο καταλύτης της Covid-19
Οι διευρυμένοι έλεγχοι στις εξαγωγές αποτελούν την τελευταία προσπάθεια του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και της κυβέρνησής του να περιορίσουν την πρόσβαση του Πεκίνου σε προηγμένες τεχνολογίες. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, το υπουργείο Εμπορίου έθεσε τον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό κολοσσό Huawei στην «λίστα οντοτήτων» του τον Μάιο του 2019, αναγκάζοντας την εταιρεία έκτοτε να στοκάρει ορισμένα κατασκευαστικά τμήματα καθώς την υποβάλλει σε ακραίους εξαγωγικούς ελέγχους. Η αύξηση των απαιτήσεων για τις βίζες και η απειλή επιπλέον περιορισμών στις βίζες έχουν επίσης οδηγήσει πρόσφατα σε μείωση στον ρυθμό αύξησης των Κινέζων φοιτητών που φοιτούν σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Τα πανεπιστήμια έχουν επίσης περιορίσει τους δεσμούς με κινεζικές εταιρίες και με προγράμματα που χρηματοδοτούνται από την Κίνα σε τομείς που σχετίζονται με την τεχνολογία, όπως η φυσική και η μηχανική.
Εν μέσω του εντεινόμενου αντικινεζικου αισθήματος λόγω της πανδημίας της Covid-19, οι πιέσεις της Ουάσινγκτον για να περιοριστεί η κινεζική εμπλοκή στην αλυσίδα προμήθειας της αμερικανικής άμυνας είναι απίθανο να αλλάξει, ασχέτως του αποτελέσματος των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις που διενήργησε το Pew Research Center έδειξαν πως το 66% των Αμερικάνων τώρα έχουν αρνητική άποψη για την Κίνα –πρόκειται για άνοδο 20 ποσοστιαίων μονάδων από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Τραμπ το 2016, και για το υψηλότερο ποσοστό από τότε που το Pew άρχισε να θέτει το ερώτημα στις δημοσκοπήσεις του. Αν και υπάρχει σημαντική διαφωνία στο Κογκρέσο αναφορικά με την επιθετική εμπορική πολιτική του Τραμπ έναντι της Κίνας, ωστόσο η αντιμετώπιση των τεχνολογικών φιλοδοξιών και η άνοδος του Πεκίνου έχουν γίνει δικομματικό ζήτημα σε μεγάλο βαθμό. Ο Τζο Μπάιντεν, πρώην αντιπρόεδρος και νυν υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία, έχει επικρίνει βαρύτατα την υποτιθέμενη αδύναμη διαχείριση της κινεζικής απειλής από τον Τραμπ, τονίζοντας πως ο ίδιος θα κινηθεί πιο σθεναρά κατά του Πεκίνου εάν κερδίσει στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Οι κίνδυνοι για τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες
Οι νέες αλλαγές στους κανόνες θα μπορούσα να ισοδυναμούν με μια de-facto απαγόρευση εξαγωγών σε συναλλαγές που αφορούν στρατηγικές τεχνολογίες με την Κίνα. Οι νέοι κανόνες συνοδεύονται από το «τεκμήριο της άρνησης (presumptive of denial), που σημαίνει πως οι περισσότερες άδειες εξαγωγών δεν θα χορηγούνται χωρίς να έχει προηγηθεί ένα σημαντικό due diligence. Οι κανόνες είναι αρκετά ασαφείς ώστε να επιτρέπουν την άρνηση, ακόμα και εάν ο τελικός χρήσης απλώς συνεργάζεται με τον κινεζικό στρατό σε τομείς που είναι άσχετοι από την τεχνολογία. Όμως η σημαντική επικάλυψη του ιδιωτικού και του μη στρατιωτικού τομέα της Κίνας –καθώς και το στρατιωτικό σύστημα και το σύστημα πληροφοριών στη χώρα- καθιστούν δύσκολο το να διασφαλιστεί πως η συναλλαγή είναι πράγματι για πολιτική τελική χρήση (και όχι στρατιωτική).
Αρκετές αμερικανικές τεχνολογικές βιομηχανίες έχουν ήδη εκφράσει ανησυχία για το πώς οι διευρυμένοι έλεγχοι εξαγωγών θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις δραστηριότητες και τα κέρδη τους. Εκπρόσωποι του κλάδου των ημιαγωγών έχουν πει πως οι αλλαγές στους κανόνες θα μπορούσαν δυνητικά να βλάψουν τα έσοδα και της εξαγωγές τους. Ακόμα και πριν τους νέους κανόνες, το αμερικανικό Πεντάγωνο είχε εκφράσει επιφυλάξεις για παρόμοιες αλλαγές στους κανόνες που θα επηρέαζαν τις αμερικανικές εταιρείες κατασκευής τσιπ, υποστηρίζοντας πως υπονομεύουν μακροπρόθεσμα την καινοτομία για τον αμερικανικό αμυντικό κλάδο. Πολλές μικρές και μεσαίες αμερικανικές επιχειρήσεις πιθανότατα θα εγκαταλείψουν παντελώς την προσπάθεια συναλλαγών με κινεζικές εταιρείες, δεδομένων των δυνητικών κινδύνων και του εξωφρενικού κόστους του due diligence. Αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί όπως οι Apple, Applied Materials, Google, Microsoft και Qualcomm αντέχουν τα κόστη συμμόρφωσης για τις περισσότερες συναλλαγές, όμως η διεύρυνση του αντικειμένου των νέων ορισμών για τους τελικούς χρήστες θα μπορούσε να πλήξει τις δυνητικές πωλήσεις κρίσιμων τεχνολογιών, όπως ο προηγμένος εξοπλισμός κατασκευής ημιαγωγών, σε κινέζους πελάτες.
Επιπλέον δράσεις κατά της Κίνας
Παρά τους κινδύνους αυτούς, οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν τελικά τις προτεινόμενες αλλαγές, που επηρεάζουν σημαντικά τις εταιρείες του εξωτερικού που έχουν συναλλαγές με κινεζικές εταιρείες. Η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να επεκτείνει τη «λίστα οντοτήτων» του υπουργείου Εμπορίου επιβάλλοντας αυστηρότερους εξαγωγικούς ελέγχους στις πωλήσεις προς τις κινεζικές εταιρείες. Οι ΗΠΑ επίσης πιθανότατα θα τροποποιήσουν τον λεγόμενο «κανόνα άμεσου προϊόντος» του υπουργείου Εμπορίου, ο οποίος ορίζει το επίπεδο της τεχνολογίας και του περιεχομένου που φτιάχνεται στις ΗΠΑ και περιλαμβάνεται σε αγαθά που παράγονται στο εξωτερικό, προτού υπαχθούν σε αμερικανικούς ελέγχους εξαγωγών.
Το ελάχιστο επίπεδο επί του παρόντος είναι 25%, και έτσι τα περισσότερα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό και περιλαμβάνουν αμερικανικό περιεχόμενο, δεν υπόκειται σε ελέγχους εξαγωγών. Η κυβέρνηση Τραμπ, όμως, έχει συζητήσει το ενδεχόμενο μείωσης του ορίου αυτού έως και στο 10%. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν επίσης να κλιμακώνουν τη διπλωματική πίεση στις ξένες χώρες ώστε να αρνηθούν σε κινεζικές εταιρείες τις εξαγωγικές άδειες για στρατηγικές συναλλαγές. Νωρίτερα φέτος σημείωσαν μια σημαντική επιτυχία, καθώς η διπλωματία της Ουάσινγκτον πίεσε την Ολλανδία να αφαιρέσει εξαγωγική άδεια για την πώληση μηχανισμών λιθογραφίας EUV που παράγει η ολλανδική εταιρεία ημιαγωγών ASML, στην μεγαλύτερη κινεζική εταιρεία κατασκευής τσιπ, την Semiconductor Manufacturing International Corporation (SMIC).
Οι αμερικανικές πιέσεις θα συγκεντρωθούν επίσης σε μεγάλο βαθμό στο να επηρεάσουν την Ταϊβάν –έδρα του μεγαλύτερου ανεξάρτητου χυτηρίου ημιαγωγών του κόσμου, της Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC)- για να μειώσει τις συναλλαγές της με κινεζικές εταιρείες. Η TSMC παράγει τα πιο προηγμένα τσιπ της Huawei χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς EUV της ASML. Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα της Ταϊβάν, η TSMC βρήκε πως τα επίπεδα του αμερικανικού περιεχόμενου είναι -10%, κοντά δηλαδή στο νέο όριο που προτείνει ο Λευκός Οίκος. Αν το υπουργείο Εμπορίου ορίσει πως τα πιο προηγμένα τσιπ της TSMC δεν υπόκεινται σε αμερικανικούς εξαγωγικούς ελέγχους, η Ουάσινγκτον θα επιχειρήσει να μπλοκάρει διπλωματικά τις πωλήσεις ή να επεκτείνει περαιτέρω το αντικείμενο των εξαγωγικών ελέγχων, καθώς η παλαιότερη γενιά τσιπ της TSMC χρησιμοποιούσε υψηλότερα επίπεδα αμερικανικού εξοπλισμού.
Παγκόσμιες επιπτώσεις
Πολλές παγκόσμιες τεχνολογικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της TSMC, θα υιοθετήσουν στρατηγικές που κατηγοριοποιούν τις αμερικανονεκντρικές και κινεζοκεντρικές δραστηριότητές τους, ή θα λάβουν μέτρα για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ λόγω της υψηλής εξάρτησής τους από την κινεζική κατανάλωση. Η αυξανόμενη μεσαία τάξη της Κίνας, η οικονομική επέκταση και η αυξημένη ζήτηση για ηλεκτρονικά, την έχει καταστήσει τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο προορισμό για τεχνολογικά προϊόντα και υπηρεσίες. Η αύξηση των πωλήσεων στην Κίνα έχει γίνει ένας κρίσιμης σημασίας παράγοντας για τις περισσότερες τεχνολογικές εταιρείες, ιδιαίτερα τις ασιατικές. Η TSMC εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο από τις πωλήσεις στην Κίνα όσο και από τις πωλήσεις στις ΗΠΑ. Οι πωλήσεις στην Apple μόνο αντιπροσώπευαν περίπου το 23% των εσόδων της εταιρείας το 2019. Όμως οι πωλήσεις της TSMC στην Huawei –που αντιπροσώπευαν το 14% των εσόδων της πέρυσι- επίσης αυξάνονται ταχύτατα.
Η κυριαρχία της Κίνας στην κατασκευή, δοκιμή και δημιουργία πρωτοτύπων ηλεκτρονικών, θα καταστήσει δύσκολο τον ολοκληρωτικό διαχωρισμό των αμερικανικών αλυσίδων προμήθειας από τις κινεζικές –ή τουλάχιστον πιο ακριβό. Αυτό θα μπορούσε τελικά θα αυξήσει τα κόστη και να μειώσει τον αριθμό των επιλογών για τους αμερικανούς καταναλωτές, καθώς τα αγαθά που προορίζονται για τις ΗΠΑ κατασκευάζονται χρησιμοποιώντας λιγότερο αποτελεσματικές αλυσίδες προμήθειας.
Η αντίδραση της Κίνας
Το Πεκίνο θα επεκτείνει την οικονομική και κρατική στήριξη για τους τεχνολογικούς τομείς, και θα συνεχίσει να έχει την τεχνολογία ως κεντρικό σημείο στις βιομηχανικές στρατηγικές της, όπως οι Made in China 2025 και China Standards 2035. Για να ενισχύσουν τις γηγενείς δυνατότητες, οι κινεζικές επιχειρήσεις δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν επιθετικά να προσπαθούν να έχουν πρόσβαση στην αμερικανική και την κατασκευασμένη στη Δύση στρατηγική τεχνολογία, μέσω της βιομηχανικής κατασκοπείας, καθώς και μέσω των συγχωνεύσεων και εξαγορών στο εξωτερικό. Η επιθετική τεχνο-εθνικιστική αντίδραση της Κίνας θα ενθαρρύνει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να μειώσουν την πρόσβασή της σε ξένη τεχνολογία, ενισχύοντας την αντίθεση της Ουάσινγκτον στη βιομηχανική πολιτική του Πεκίνου.
Η στρατηγική της Κίνας για εγχώρια ανάπτυξη ημιαγωγών, όμως, μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αργή και πιθανότατα θα παραμείνει πολύ πίσω σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές. Οι περισσότερες κινεζικές εταιρείες αυτή τη στιγμή βρίσκονται πέντε με δέκα χρόνια (ή αρκετές γενιές) πίσω σε τεχνολογίες αιχμής σε τομείς όπως η κατασκευή ημιαγωγών. Έτσι η Huawei και άλλες εταιρείες δεν έχουν και πολλές άλλες επιλογές από το να συνεχίσουν να εισάγουν προϊόντα high-end από εταιρείες όπως η TSMC και η Samsung βραχυμεσοπρόθεσμα. Ακόμα και αν η Κίνα καταφέρει επιτυχώς να μειώσει την εξάρτησή της από την TSMC και ξένες εταιρείες κατασκευής τσιπ, φτιάχνοντας τη δική της βιομηχανία κατασκευής ημιαγωγών, θα χρειαστεί ακόμα περισσότερο για να αναπτύξει επαρκείς εναλλακτικές έναντι του κατασκευασμένου στο εξωτερικό εξοπλισμού κατασκευής ημιαγωγών, όπως αυτόν που παράγει η ASML. Μέχρι τότε, ο τεχνολογικός κλάδος του Πεκίνου θα παραμείνει στο έλεος των αλλαγών της αμερικανικής πολιτικής.