Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με τη νέα εποχή Τραμπ να έχει ήδη αρχίσει για τις ΗΠΑ και την υφήλιο, η Ευρώπη εμφανίζεται να παρακολουθεί πώς θα ξεδιπλωθεί στην πράξη η πολιτική του νέου Αμερικανού προέδρου και κατά πόσον θα γίνουν πραγματικότητα οι προεκλογικές απειλές του για αυξημένους δασμούς και εμπορικούς πολέμους, απομάκρυνση από τους στόχους για το κλίμα ή ακόμη και την κατάληψη της… Γροιλανδίας, ώστε να γίνει ξανά… «η Αμερική μεγάλη».
Για την ακρίβεια εμφανίζεται να παρακολουθεί την εξέλιξη του φαινομένου Τραμπ, εμφανώς από θέση αδυναμίας. Αφενός, δεν είναι ακόμη σαφές πώς θα «απαντούσε» σε αυξημένους δασμούς εκ μέρους των ΗΠΑ, δίχως να επηρεάσει καταλυτικά τον όγκο του εξαγωγικού της εμπορίου και τι θα είναι αναγκασμένη να πράξει στο ενεργειακό πεδίο και τις εισαγωγές αμερικανικού LNG μετά την απαγκίστρωσή της από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.
Αν και η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει ήδη προβάλει το δέλεαρ των αυξημένων εισαγωγών αμερικανικού LNG ώστε να αποφευχθεί η αύξηση των δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα, εναπόκειται και στα κράτη-μέλη να ασπαστούν και να υιοθετήσουν αυτή την πολιτική.
Από την άλλη πλευρά, η ήδη διχασμένη ΕΕ εμφανίζεται να οδηγείται σε ένταση της ρήξης που ήδη αντιμετωπίζει, με επίκεντρο όσους Ευρωπαίους ηγέτες τάσσονται στο πλευρό και όσους απέναντι του άρτι ορκισθέντος προέδρου των ΗΠΑ. Κύριοι εκφραστές δε του ευρωπαϊκού στρατοπέδου Τραμπ εμφανίζονται η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν και ο επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος FPÖ της Αυστρίας, Χέρμπερτ Κικλ.
Αντίθετα, ήδη, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ζαν-Νοέλ Μπαρό σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ouest France δήλωσε αναφερόμενος στο ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου, ότι «αν θιγούν τα συμφέροντά μας, θα αντιδράσουμε», τονίζοντας την ανάγκη μίας «ισχυρής Ευρώπης». Είναι αμφίβολο, όμως, κατά πόσον οι προθέσεις του μπορούν να βρουν εφαρμογή στην πράξη, υπό το φως των διαφορών που ήδη υπάρχουν στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο.
Την ίδια ώρα, όμως, το πόσο ευάλωτη είναι η Ευρώπη καθίσταται σαφές και από την αδυναμία της να παρέμβει καταλυτικά στην υπόθεση του πολέμου στην Ουκρανία, το ταχύ τέλος του οποίου έχει ήδη προαναγγείλει ο Τραμπ. Πρόκειται για μία σύρραξη κυριολεκτικά στην αυλόπορτά της, το «κλειδί» της οποίας εμφανίζονται να κρατούν οι ΗΠΑ, αναδεικνύοντας έτσι τον δευτερεύοντα ρόλο που διαδραματίζει η ΕΕ σε γεωπολιτικά ζητήματα, ακόμη κι αν αυτά εξελίσσονται στη γειτονιά της και την αφορούν άμεσα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα και με μία σειρά από υποθέσεις που άπτονται των ερευνών που ήδη διεξάγουν οι Βρυξέλλες σε αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς να παραμένουν εκκρεμείς, η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να παραμένει στη θέση του… απλού παρατηρητή.
Οι επιλογές της επί δεκαετίες, ιδίως σε ό,τι αφορά στην ανάθεση των καθηκόντων της άμυνάς της στο ΝΑΤΟ, δηλαδή στις ΗΠΑ, την έφεραν σε αυτήν τη θέση και η δυσκαμψία που ούτως ή άλλως παρουσιάζει στη λήψη αποφάσεων αποτελεί ένα προφανές μειονέκτημα έναντι του νέου ηγέτη των ΗΠΑ.
Για παράδειγμα, ποια θα είναι η αντίδρασή της στις νέες απειλές περί δασμών που διατύπωσε χθες, λίγο μετά την ορκωμοσία του ο Αμερικανός ηγέτης; «Θα τιμολογούμε και θα φορολογούμε τις ξένες χώρες για να πλουτίζουν οι πολίτες μας», δήλωσε στην ομιλία του, παρουσιάζοντας το σχέδιο για τη λεγόμενη Υπηρεσία Εξωτερικών Εσόδων, δημιουργώντας αίσθηση διεθνώς.
Μέλλουν, ωστόσο, όλα αυτά να καταδειχτούν στην πράξη και έως τότε η Ευρώπη δεν αναμένεται να είναι κάτι περισσότερο από απλός παρατηρητής.