Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η Ελλάδα υπέπεσε σε ένα λάθος στηρίζοντας την υποψηφιότητα, όχι μόνον ενός κορυφαίου Τούρκου διπλωμάτη, όπως ο έως τώρα μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ Φεριντούν Σινιρλίογλου για τη θέση του γ.γ. του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), αλλά ενός ανθρώπου, όπως ο συγκεκριμένος, ο οποίος έχει ταχθεί δημοσίως και σθεναρώς υπέρ των πλέον σκληρών αναθεωρητικών θέσεων της γείτονος έναντι της πατρίδας μας. Ακόμη και από τη θέση του διπλωμάτη καριέρας.
Το λάθος, δε, δεν διεπράχθη χθες με την τυπική υποστήριξη της υποψηφιότητάς του για την πλέον κομβική θέση του ΟΑΣΕ, δηλαδή του μεγαλύτερου διακρατικού οργανισμού για τη διαφύλαξη της ασφαλείας στην υφήλιο αλλά τη στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα συμφώνησε να στηρίξει αυτήν την υποψηφιότητα.
Διότι στη βάση αυτού του λάθους, μέσω του οποίου η Ελλάδα, θεωρητικώς, επιθυμεί να εξασφαλίσει την έξωθεν καλή μαρτυρία ως η χώρα η οποία τείνει κλάδο ελαίας στην γείτονά της, στην ουσία στέλνει για ακόμη μία φορά ένα σαφές μήνυμα ενδοτικότητας και κατευνασμού προς την Τουρκία.
Μία χώρα η οποία διατηρεί ακέραιη την αναθεωρητική της ατζέντα και τις κάθε είδους διεκδικήσεις της κατά της Ελλάδος, από την αποστρατικοποίηση των νήσων, έως την διεκδίκηση του μυθεύματος της “Γαλάζιας Πατρίδας”, μέσω πολεμικών πλοίων, όπως συνέβη στην υπόθεση της Κάσου.
Έτσι λοιπόν το ζητούμενο δεν ήταν η υπαναχώρηση της Ελλάδος από την άτυπη συμφωνία που συνήψε με την Τουρκία για την υποστήριξη της υποψηφιότητας Σινιρλίογλου, έναντι της τουρκικής στήριξης στην ελληνική υποψηφιότητα της Μ. Τελαλιάν για τη θέση της Διευθύντριας του Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΑΣΕ. Το ζητούμενο ήταν να μην υποπέσει ούτως ή άλλως η χώρα μας σε αυτό το λάθος, όταν η Τουρκία επίμονα και με ένταση διεκδικεί αυτήν την αναθεωρητική ατζέντα.
Αποδίδεται στον Γερμανό φιλόσοφο Κάρλ Μάρξ η ρήση ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Στην περίπτωση της Ελλάδος η προηγούμενη αντίστοιχη περίπτωση επίδειξης μεγαθυμίας θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ανάγεται στο μακρινό 1934, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ – πατέρα των Τούρκων) για το Νόμπελ Ειρήνης, γεγονός που προκάλεσε τότε αίσθηση, υπό το φως όσων είχαν προηγηθεί με τα εγκλήματα κατά του ελληνισμού της Μ. Ασίας και την καταστροφή του 1922.
Πρόκειται για μία πρόταση η οποία υποβλήθηκε τότε στο πλαίσιο μίας ελληνοτουρκικής προσέγγισης, όπως και τώρα, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ενδεικτική της συνύπαρξης δυο χωρών που έστεκαν διαμετρικά αντίθετες υπό το φως των διαφορών τους.
Είχαν προηγηθεί όμως δύο τινά.
Πρώτον, το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας, (30 Οκτωβρίου 1930) και δεύτερον, λίγο νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1930, η Συμφωνία της Άγκυρας, με την οποία αντιμετωπίζονταν όλες οι τότε “εκκρεμότητες” μεταξύ των δύο πλευρών.
Σήμερα, τι έχει έμπρακτα συμβεί ώστε η Ελλάδα να εμφανίζεται τόσο μεγάθυμη; Λίγοι μήνες ηρεμίας στο Αιγαίο; Αφού ούτε αυτούς, εντέλει, είχαμε, με τα τουρκικά πλοία να αλωνίζουν από τη Μυτιλήνη μέχρι την Κρήτη παρεμποδίζοντας ακόμη και την πόντιση καλωδίων σε διεθνή ύδατα και προασπιζόμενα την “δυνητική” πλην μηδέποτε κηρυχθείσα τουρκική υφαλοκρηπίδα.
Έτσι, λοιπόν, όσα έγιναν χθες στην Βαλέττα της Μάλτας, αλλά και όσα αφορούν την τρέχουσα ελληνοτουρκική προσέγγιση, επί της οποίας τόσο πολιτικό κεφάλαιο έχει δαπανήσει η παρούσα κυβέρνηση, αφορούν, εν πολλοίς μία λάθος ανάγνωση των ελληνοτουρκικών.
Διότι τη στιγμή της κρίσης, ουδείς, εγχωρίως ή διεθνώς, θα σταθεί στο ποιος έτεινε κλάδο ελαίας όσο στο ποιος μπορεί να επιβάλει την θέλησή του.
Από αυτήν δε, κατά τα φαινόμενα, διαθέτουμε ελάχιστη.