Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ούτε οι κορώνες περί «πράσινου ΣΥΡΙΖΑ» ούτε οι κατηγορίες περί επιστροφής σε εποχές «ακραίου λαϊκισμού» έλειψαν από τη συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο περί προσωπικού γιατρού. Όμως, για το μεγαλύτερο μέρος της, αυτή η συζήτηση τόνωσε τις ελπίδες ότι είναι δυνατόν ο πολιτικός διάλογος στη χώρα μας να εξελίσσεται στη βάση επιχειρημάτων και όχι στείρας αντιπαράθεσης. Ότι είναι δυνατόν, με άλλα λόγια, να μην είναι το «σκληρό ροκ» η μόνη γλώσσα στην οποία συνομιλεί ο πολιτικός κόσμος της χώρας και δη οι πρωταγωνιστές του, τα κόμματα εξουσίας.
Εξαιρέσεις, προφανώς, πάντα θα υπάρχουν, τόσο από τα κόμματα των άκρων του πολιτικού φάσματος όσο και εκ μέρους των «συνήθων υπόπτων», για καταφυγή σε υψηλούς τόνους και ένταση στην αντιπαράθεση, τόσο εκ μέρους της συμπολίτευσης όσο και της αντιπολίτευσης. Δεν ήταν τυχαίο, εξάλλου, ότι σε υψηλούς τόνους κατέφυγε χθες ο φίλτατος υπουργός Υγείας Ά. Γεωργιάδης, αναφερόμενος στο «παρών» του ΠΑΣΟΚ στην τροπολογία περί δωρεάν απογευματινών χειρουργείων.
Όμως όλα αυτά είναι, εν πολλοίς, αναμενόμενα. Το ζητούμενο της υπόθεσης είναι η επίγευση της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης να μην είναι η ακραία πόλωση αλλά η επί της ουσίας συζήτηση των ζητημάτων που απασχολούν τους πολίτες αυτής της χώρας. Από αυτό, δε, σπανίως έχουμε στον τόπο μας.
Προφανώς η κοινοβουλευτική «παράδοση» στη χώρα μας δεν επιτρέπει υπερβολική αισιοδοξία στο ζήτημα αυτό. Εάν όμως μέτρο για την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας, τουλάχιστον εντός του κοινοβουλίου, είναι η πρόσφατη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Υγείας, τότε έχει γίνει ένα καλό πρώτο βήμα.
Θα επιτρέψει τη συνέχιση της πορείας προς αυτήν την κατεύθυνση τυχόν ανάληψη του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ, υπό το φως των συμβολισμών που περιβάλλουν το δεύτερο από πλευράς κοινοβουλευτικής ισχύος κόμμα; Άγνωστο. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι ο τόπος αρκετά πορεύτηκε σε κλίμα ακραίας έντασης και επιτέλους ότι πρέπει να δοθεί χώρος στη συζήτηση στη βάση επιχειρημάτων.
Η λογική του «όχι σε όλα» κατατρέχει την πατρίδα μας επί σειρά ετών και δεν επιτρέπει την εξασφάλιση όρων συναίνεσης, οι οποίοι θα προσέδιδαν στα προωθούμενα νομοθετήματα τη σφραγίδα μίας ευρείας νομιμοποίησης, καθιστώντας ευχερέστερη την εφαρμογή τους.
«Όχι σε όλα» μπορούν, ίσως, να λένε πιο εύκολα τα μικρότερης πολιτικής ισχύος κοινοβουλευτικά κόμματα, τα οποία δεν υφίστανται τη βάσανο της άσκησης εξουσίας. Αντίθετα, εκείνα τα οποία διαδραματίζουν ρόλο κόμματος εξουσίας οφείλουν να αρθρώνουν σοβαρό και πειστικό πολιτικό λόγο και αυτός δεν είναι δυνατόν να διατυπώνεται με ιαχές ή ακόμη και ύβρεις, όπως στο παρελθόν.
Η καταφυγή σε αυτού του είδους τη ρητορική αποτελεί, έως τώρα, την εύκολη λύση για τα κυριότερα κόμματα αυτού του τόπου, με στόχο τη συσπείρωση των οπαδών τους και το κομματικό όφελος. Αποτελεί όμως μία μυωπική προσέγγιση της πολιτικής, η οποία πολλά δεινά έχει σωρεύσει στον τόπο όλα αυτά τα χρόνια.
Υπό το φως όλων αυτών, αλλά και όσων διαδραματίζονται στο κόμμα της νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα οποία δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία ως προς την επικράτηση όρων νηφαλιότητας, οι προβολείς βρίσκονται σαφώς στην πλευρά του ΠΑΣΟΚ αλλά και της κυβέρνησης.
Από την πλήρη συμβολισμών συνάντηση των Κ. Μητσοτάκη και Ν. Ανδρουλάκη, που ακόμη «περιμένουμε» να υλοποιηθεί, έως τις ανταλλαγές κατηγοριών περί λαϊκισμού στο κοινοβούλιο, είναι σαφώς ώρα για μία μεταστροφή, με την ποιοτική αναβάθμιση του επιπέδου του πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα.