Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Για την Καρολίν Εντστάντλερ, ομοσπονδιακή υπουργό της Αυστρίας επί Ευρωπαϊκών θεμάτων και του Συντάγματος, το θέμα είναι σαφές εδώ και καιρό. Ήδη από το 2022 δήλωνε σε συνέντευξή της: «... Η Αυστρία ήταν και θα παραμείνει απόλυτα ξεκάθαρη επί του ζητήματος. Δεν βλέπουμε την Τουρκία ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε τώρα ούτε στο μέλλον. Επειδή η Τουρκία απομακρύνεται από δυτικές αξίες. Ως προς αυτό υπήρξαμε σαφείς».
Αντίστοιχη σαφήνεια, ωστόσο, δεν υφίσταται συνολικά στην Ε.Ε., το «εκτελεστικό» σκέλος της οποίας, η Κομισιόν, δημοσιοποίησε χθες ακόμη μία έκθεσή της σχετικά με την πρόοδο της Τουρκίας ως προς την ενταξιακή της πορεία.
Πρόκειται, βεβαίως, για ακόμη μία έκθεση-κόλαφο σχετικά με τη γείτονα, καθώς διαπιστώνεται για πολλοστή φορά -οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν ουσιαστικά «παγώσει» από το 2018- έλλειμμα στο κράτος δικαίου, στις δημοκρατικές διαδικασίες, στα θεμελιώδη δικαιώματα, στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, όπως επίσης και στις σχέσεις της Τουρκίας με τους γείτονές της και ειδικά με την Ελλάδα, έναντι της οποίας διατηρεί ακέραιη την απειλή πολέμου, μεταξύ άλλων πολλών, όπως και την Κύπρο, το ένα τρίτο και πλέον των εδαφών της οποίας εξακολουθεί να κατέχει.
Παρά ταύτα, η Τουρκία χαρακτηρίζεται στην ίδια έκθεση ως βασικός εταίρος για την Ευρωπαϊκή Ένωση και υποψήφια χώρα, καθιστώντας σαφές ότι οι Βρυξέλλες και σειρά άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών δεν συμμερίζονται την άποψη της Βιέννης ότι η Τουρκία, όσο απομακρύνεται από τις δυτικές αξίες, δεν έχει καμία δουλειά στην ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, αυτό που παραμένει κυρίαρχο για την ΕΕ, σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, δεν αφορά μόνο στη γεωπολιτική της θέση ή στο μέγεθος των Ενόπλων Δυνάμεών της, κατά το πρότυπο των προτεραιοτήτων του ΝΑΤΟ, όσο κυριότερα η θέση αυτής της χώρας ως εμπορικού της εταίρου και ως τόπου επενδύσεων.
Για την ακρίβεια, η Τουρκία είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ (στοιχεία 2023), με ποσοστό 4,1% επί του συνολικού διεθνούς εμπορίου της ΕΕ (3,3% το 2022). Οι εξαγωγές της ΕΕ προς την Τουρκία ανήλθαν σε 111 δισ. ευρώ το 2023 και οι εισαγωγές της από την Τουρκία σε 95,5 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις της ΕΕ στην Τουρκία ανέρχονταν σε 50,4 δισ. ευρώ το 2022, ενώ η Γερμανία, η Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες συγκαταλέγονταν μεταξύ των κυριότερων προμηθευτών αμυντικού υλικού προς την Τουρκία.
Με άλλα λόγια, ανεξαρτήτως των όποιων εκτιμήσεων διατυπώνονται σχετικά με το επίπεδο δημοκρατίας που διαθέτει η γείτονα ή των σχέσεων που έχει με τα γειτονικά της κράτη, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, την κυριαρχία της οποίας εξακολουθεί -μόνη παγκοσμίως – να μην αναγνωρίζει, αυτό το οποίο διατηρεί «ζωντανή» την πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ είναι το προφανές ειδικό της οικονομικό βάρος.
Όπως επίσης βαρύνει και ο ρόλος της γείτονος ως αναχώματος για τις μεταναστευτικές ροές προς την ΕΕ, για τις οποίες οι Βρυξέλλες έχουν δώσει περισσότερα από 10 δισ. ευρώ από το 2011.
Στον απόηχο, όμως, όλων αυτών, ας μην επικαλούμαστε τους σχεδιασμούς του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη, που ήθελε την ένταξη της πορείας ως μέσο «συνετισμού» και εκδημοκρατισμού της γείτονος.
Πλέον, τουλάχιστον σε ορισμένους, είναι σαφές ότι όλο αυτό έχει καταντήσει ένα «παραμύθι».