Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Αυτές τις ημέρες, όπως μας θύμισε χθες η «Καθημερινή», συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την τυπική ημερομηνία έναρξης των πρώτων διαγραφών «αιώνιων» φοιτητών (για όσους είχαν εισαχθεί το 2006) βάσει νόμου που είχε θεσπιστεί το 2011.
Ωστόσο, το 2014 η τότε κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου έδωσε παράταση στην εφαρμογή του και τον επόμενο χρόνο, η κυβέρνηση Τσίπρα της «πρώτης φορά αριστερά» έκρινε σκόπιμο να τον καταργήσει, διαιωνίζοντας στην πράξη την παρουσία φοιτητών στα πανεπιστήμια μολονότι αυτοί είχαν αφήσει στην άκρη, ενίοτε επί χρόνια, τις σπουδές τους.
Υπό το φως όλων αυτών, η προηγούμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη, προ διετίας, αναβίωσε τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, με τον Ν. 4957 του 2022, παρέχοντας διετή ή τριετή διορία, αναλόγως του ανώτατου ορίου διάρκειας των σπουδών έκαστης πανεπιστημιακής σχολής, για την εξασφάλιση του πρώτου πτυχίου.
Έτσι, το 2025 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για περίπου έναν στους δύο φοιτητές στην Ελλάδα, οι οποίοι θεωρούνται ως αιώνιοι ή λιμνάζοντες, όπως επιλέγουν να τους χαρακτηρίζουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Όπως ήταν αναμενόμενο αλλά και σύμφωνα με την «Καθημερινή», οι αντιδράσεις σχετικά με την εφαρμογή του συγκεκριμένου νομοθετήματος έχουν ήδη αρχίσει και είναι οξείες και πολυποίκιλες. Αυτές δεν προέρχονται μόνον εκ μέρους των ίδιων των φοιτητών, αλλά και από την πλευρά καθηγητών τους, οι οποίοι τάσσονται ιδεολογικά αντίθετοι με τις προβλέψεις του νόμου, πρυτάνεων οι οποίοι ανησυχούν ως προς την απώλεια της «ηρεμίας» στις σχολές τους και, τέλος, εκφράζονται και διαμέσου βουλευτών, κυρίως της περιφέρειας, οι οποίοι είτε μεταφέρουν τις αγωνίες τμήματος του εκλογικού τους σώματος είτε ενδιαφέρονται για τη διατήρηση των ΑΕΙ που βρίσκονται στην εκλογική τους περιφέρεια.
Όλα αυτά, δε, ενώ η πολιτική ηγεσία του αρμόδιου Υπουργείου Παιδείας, η οποία επίσης έχει υπάρξει αποδέκτης αυτών των αντιδράσεων, καθιστά σαφές ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί ως έχει.
Πρόκειται για ακόμη ένα παράδειγμα, ενδεχομένως χαρακτηριστικό, των αντιδράσεων που συνοδεύουν την εφαρμογή οποιασδήποτε μεταρρύθμισης, όχι μόνον της παρούσας κυβέρνησης αλλά διαχρονικώς, οι οποίες κατά κανόνα ερμηνεύονται τελικώς ως «πολιτικό κόστος».
Κορυφαίο, ενδεχομένως, παράδειγμα αυτού του φαινομένου υπήρξε η περίφημη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, επί κυβερνήσεως Σημίτη, για το ασφαλιστικό σύστημα, το «πάγωμα» της οποίας στοίχισε τόσο ακριβά τα μετέπειτα χρόνια, συμβάλλοντας στη χρεοκοπία της χώρας.
Αντίστοιχα παραδείγματα, δυστυχώς για την πατρίδα μας, υπάρχουν πολλά. Μεταρρυθμίσεις που είτε δεν προωθήθηκαν, είτε ψαλιδίστηκαν, είτε έμειναν στη μέση, υπό το φόβητρο του διαβόητου «πολιτικού κόστους», αριθμεί ουκ ολίγες σχεδόν κάθε κυβέρνηση αυτού του τόπου.
Με άλλα λόγια, το σημερινό διακύβευμα δεν είναι μόνο εάν θα παραμείνουν με την ιδιότητα του φοιτητή οι 333.741 «αιώνιοι» (ποσοστό της τάξης του 48% ή 1 στους 2 εκ του συνόλου των φοιτητών που παραμένουν εγγεγραμμένοι στα μητρώα των απανταχού ΑΕΙ), όσο, κυριότερα, εάν θα επικρατήσει, για ακόμη μία φορά, η παράμετρος του λεγόμενου πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση, η οποία ούτως ή άλλως φέρει, δικαίως ή αδίκως, το στίγμα της «μεταρρυθμιστικής κόπωσης».
Εάν όντως υπάρξει νέα παράταση στην εφαρμογή του μέτρου, θα έχουν επικρατήσει -για ακόμη μία φορά- οι δυνάμεις που κρατούν αυτόν τον τόπο βαθιά ριζωμένο στα προβλήματά του. Οι δυνάμεις εκείνες που, χάριν των όποιων συντεχνιακών, προσωπικών ή άλλων συμφερόντων, επιλέγουν να διαιωνίζουν τα κακώς κείμενα και σε αυτό το έργο βρίσκουν συχνά πολιτικούς συμπαραστάτες.
Θα αφεθούν να επικρατήσουν;