Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σε καιρούς κρίσης, όταν οι καταστάσεις στη διεθνή σκακιέρα φθάνουν σε οριακό σημείο, ο ρόλος των λεγομένων «μεγάλων δυνάμεων» της -κατά κανόνα- «νηφάλιας» Δύσης είναι να παρεμβαίνουν για την εκτόνωση της κατάστασης, με στόχο την επάνοδο σε κάποιου είδους κανονικότητα.
Η παρούσα κρίση στη Μέση Ανατολή, ωστόσο, όπως και η τροπή των πραγμάτων στο μέτωπο της Ουκρανίας καταδεικνύουν -με τρόπο εμφαντικό- την απουσία τέτοιων δυνάμεων.
Η «αναπηρία» των ΗΠΑ, τουλάχιστον έως την ολοκλήρωση της εκεί προεδρικής εκλογικής αναμέτρησης, εξηγεί τη μία πλευρά της εξίσωσης, η οποία ελπίζεται ότι θα είναι πρόσκαιρη, αν και τίποτε δεν μπορεί να το διασφαλίσει, ιδίως υπό το φως των πολιτικών που καταγράφηκαν επί της προηγούμενης προεδρίας Τραμπ.
Αντίθετα, η έτερη πλευρά αυτής της εξίσωσης, η Ευρώπη, φέρνει στην επιφάνεια -όπως πάντα συμβαίνει σε καιρούς κρίσης- το πρόβλημα συστημικού χαρακτήρα που μαστίζει την Ε.Ε., η οποία από την κρίση της Μ. Ανατολής είναι παντελώς απούσα. Όχι μόνον εξαιτίας της αδυναμίας της να εκφράσει μία ενιαία εξωτερική πολιτική, όσο κυριότερα εξαιτίας του αμυντικού κενού που εμφανίζει, επαφιέμενη στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, δηλαδή και πάλι τις ΗΠΑ.
Με την κατάσταση να έχει οδηγηθεί σε εντελώς οριακό σημείο τόσο στα βόρεια όσο και στα ανατολικά σύνορά της, η ΕΕ απουσιάζει παντελώς από τη Μεσόγειο και δη την Ανατολική, όπου κυριαρχούν, κατά πρώτον, οι ΗΠΑ και δευτερευόντως, η Βρετανία και η Γαλλία, με τις ναυτικές και λοιπές στρατιωτικές δυνάμεις που έχουν αποστείλει εκεί.
Δεν πρόκειται για μία καινοφανή κατάσταση. Πρόκειται, όμως, για μία κατάσταση η οποία επιμένει, δίχως ενδείξεις αντιστροφής της, παρά τις κατά καιρούς διαβεβαιώσεις Ευρωπαίων ιθυνόντων ότι η Ε.Ε. θα αναπτύξει έναν ισχυρό αμυντικό βραχίονα.
Ακόμη, όμως και σε διπλωματικό επίπεδο, ποιες είναι οι πρωτοβουλίες που έχει αναπτύξει η Ε.Ε. για την εκτόνωση της κατάστασης στη Μ. Ανατολή; Η απάντηση οφείλει να είναι: «μηδενικές».
Υπό το φως αυτής της πρόδηλης ακινησίας, η Ελλάδα ήταν αυτή που έλαβε την πρωτοβουλία, δεδομένης της γεωστρατηγικής της θέσης και των καλών σχέσεων που διατηρεί με το Ισραήλ, αλλά και σειρά κρατών του Αραβικού κόσμου, για τη συγκρότηση ειδικής ομάδας (task force) αποτελούμενης από Άραβες και Ευρωπαίους υπουργούς Εξωτερικών για την ανάληψη διαμεσολαβητικού ρόλου, όπως διαβεβαίωνε χθες ανώτατη ελληνική διπλωματική πηγή.
Όταν όμως μία χώρα του μεγέθους και του -ευλόγως περιορισμένου έναντι των μεγαλυτέρων από πλευράς οικονομικής ισχύος ευρωπαϊκών κρατών- ειδικού βάρους της χώρας μας φθάνει στο σημείο να αναλάβει η ίδια τη σχετική πρωτοβουλία, τότε τι μπορεί να λεχθεί για την Ε.Ε.; Πόσο πιο σαφής μπορεί να γίνει η απουσία ενιαίας αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής και -κυριότερα- στρατιωτικής ισχύος εκ μέρους της;
Προφανώς, δε, η απουσία ενός «διεθνούς χωροφύλακα», ρόλου που διαδραμάτιζαν μεταπολεμικά οι ΗΠΑ, παρέχει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης αυτού του κενού από κάθε είδους αναθεωρητικές δυνάμεις, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης.
Γεγονός ιδιαίτερα δυσμενές για τη χώρα μας, η οποία, μόνη, δίχως προφανείς συμπαραστάτες, επωμίζεται την ευθύνη υπεράσπισης της ευρωπαϊκής γωνιάς που καταλαμβάνει.
Όσα διαδραματίζονται σήμερα στην ευρύτερη «γειτονιά» μας οφείλουν, επιτέλους, να αποτελέσουν αφορμή αφύπνισης, όχι τόσο για τις Βρυξέλλες, οι οποίες αναλώνονται στη γραφειοκρατική τους ραστώνη και στις κάθε λογής τακτικιστικές αντιπαλότητες, όσο κυριότερα για την όποια ηγεσία υφίσταται σήμερα στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κράτη. Οι περιστάσεις το απαιτούν.