Φίλτατοι, καλή σας ημέρα.
Σε πρώτη ανάγνωση πρόκειται για μία κατάσταση win – win.
Κερδισμένος και ο συνταξιούχος ο οποίος παραμένει στην εργασία, καθώς δεν φορολογείται με το 30% της σύνταξής του όπως συνέβαινε με το προηγούμενο καθεστώς (νόμος Βρούτση) ή και με το 60% (νόμος Κατρούγκαλου), ενώ από το επόμενο έτος “έρχεται” και προσαύξηση 0,77% στη σύνταξη του. Κερδισμένο όμως και το κράτος και ο ΕΦΚΑ, με την εισφορά 10% επί του μισθού των εργαζόμενων συνταξιούχων αλλά και από την μείωση ή και εξάλειψη της “μαύρης εργασίας” αυτού του είδους.
Συνολικά, δε, σύμφωνα με τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας οι συνταξιούχοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αριθμούν πλέον τους 200.000, γεγονός, βεβαίως, με πολλαπλές ερμηνείες, καθώς αφορά κυρίως σε “νέους” εργαζόμενους συνταξιούχους.
Κατά πρώτον, η υιοθέτηση αυτού του νέου τρόπου φορολόγησης, (ν. 5078/2023), φέρνει στην επιφάνεια μία οικονομική δραστηριότητα η οποία ήταν αφανής έως τώρα, εξαιτίας και του όντως εξοντωτικού τρόπου φορολόγησής της. Πολίτες οι οποίοι επέλεγαν, εξ ανάγκης ή επιθυμίας, να παραμείνουν στην εργασία φορολογούνταν με το 30% της σύνταξής τους (ή και 60% επί “άλλων” ημερών) μολονότι είχαν καταβάλει στην διάρκεια του εργασιακού τους βίου τις προσήκουσες εισφορές.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για την επικράτηση της “κοινής λογικής” στην φορολόγηση αυτών των ανθρώπων. Με τον νέο ασφαλιστικό νόμο 5078/2023, από 1ης Ιανουαρίου 2024, οι συνταξιούχοι που δηλώνουν ότι συνεχίζουν να εργάζονται, λαμβάνουν ολόκληρη τη σύνταξή τους. Εάν είναι μισθωτοί, καταβάλλουν πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ, ύψους 10% από τον μισθό τους και εάν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, καταβάλλουν επιπλέον 50% της ασφαλιστικής κατηγορίας που έχουν επιλέξει.
Μέχρι εδώ, όλα καλά. Όπως εκτιμάται, όμως, η άρση αυτής της αδικίας έχει και την δική της “δυναμική”, καθώς ενθαρρύνει τη δημιουργία μίας νέας “γενιάς” εργαζομένων συνταξιούχων, καθώς πλέον η παραμονή στην εργασία είναι ελκυστική και για “νέους” συνταξιούχους. Γεγονός, ευλόγως επιβαρυντικό για τον e-ΕΦΚΑ στον βαθμό που πολλοί μπορούν τώρα να βγουν στη σύνταξη και να εισπράττουν τα ανάλογα ποσά.
Παρόλα αυτά, όλα αυτή η υπόθεση αφορά στην επικράτηση της κοινής λογικής και της εμπέδωσης κουλτούρας νομιμότητας στον συγκεκριμένο τομέα. Μίας φορολογικής κουλτούρας η οποία προφανώς λείπει από άλλες οικονομικές δραστηριότητες, όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία των τελευταίων δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Όταν ο ένας στους δυο φορολογούμενους δηλώνει εισόδημα έως 7.680 ευρώ, τότε είναι απολύτως σαφές ότι κάτι στραβό συμβαίνει. Διότι είτε αυτός ο άνθρωπος ζει σε μία ιδιαίτερα φτωχή χώρα, είτε σε αυτήν τη χώρα η φοροδιαφυγή έχει αναχθεί σε εθνικό σπορ.
Κοντολογίς, πρόκειται για μία εικόνα η οποία δείχνει ότι υπάρχει σημαντικό έδαφος για την υιοθέτηση αυτής της “κοινής λογικής” για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω, με την συνολική επανεξέταση του ισχύοντος φορολογικού συστήματος στη χώρα.
Διαφορετικά αυτή η στρέβλωση απλώς θα παρατείνεται και το κύριο βάρος της φορολογικής επιβάρυνσης θα συνεχίσουν να φέρουν οι κατά τεκμήριο ειλικρινείς φορολογούμενοι, μισθωτοί και συνταξιούχοι.
Όπως επίσης είναι σαφές ότι η τελευταία εκδοχή των φορολογικών ελέγχων, με την “κλήση σε απολογία”, όσων εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις δηλωθέντων εισοδημάτων και δαπανών δεν αποτελεί πανάκεια. Οι λύσεις, δε, είναι από καιρό γνωστές, ανά την υδρόγειο.
Αρκεί να υπάρξει η βούληση να εφαρμοστούν.