Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Αρκεί η θέσπιση εισπρακτικών μέτρων ώστε να ξεπεραστούν δομικά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού; Προ αυτού του διλήμματος εμφανίζεται η κυβέρνηση, κατά την “Καθημερινή”, εξετάζοντας την πιθανότητα υιοθέτησης του “μοντέλου της Βενετίας” για την αντιμετώπιση του φαινομένου του “υπερτουρισμού” σε θέρετρα όπως η Σαντορίνη.
Πρόκειται, προφανώς, περί μίας πλάνης. Μπορεί το μέτρο να αποδειχθεί εξαιρετικό για τα έσοδα του προϋπολογισμού, καθώς εκτιμάται, κατά το σχετικό δημοσίευμα, ότι θα προσφέρει 10 ευρώ έναντι των 2 ευρώ που καταβάλλουν σήμερα οι επιβάτες κρουαζιερόπλοιων οι οποίοι επιθυμούν να επισκεφθούν τη Σαντορίνη, στην πράξη όμως, ελάχιστα αποτελεσματικό αναμένεται να αποδειχθεί στην αντιμετώπιση του φαινομένου του “υπερτουρισμού”.
Αποτελούν, άραγε, τα 8 επιπρόσθετα ευρώ ικανό και αρκετό λόγο για να μην επισκεφθεί ο οποιοσδήποτε επιβάτης κρουαζιερόπλοιου το συγκεκριμένο νησί, όταν ο ίδιος έχει καταβάλλει αρκετές εκατοντάδες ευρώ για να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη κρουαζιέρα;
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι ο υπερτουρισμός συνιστά σήμερα – μεταξύ πολλών άλλων που αφορούν κυρίως στις υποδομές των νησιών- ένα σημαντικό πρόβλημα για θέρετρα όπως η Σαντορίνη ή η Μύκονος. Αντίστοιχα σαφές είναι όμως ότι δεν αντιμετωπίζεται με “ασπιρίνες” ή εισπρακτικά μέτρα όπως η παραπάνω αύξηση “εισιτηρίου εισόδου”, ακόμη κι αν η συγκεκριμένη λύση υφίσταται και για σημεία έλξης του παγκόσμιου τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως η Βενετία.
Αντίθετα, η “λύση” για τους τουριστικούς προορισμούς που κατέχουν τα πρωτεία ελκυστικότητας, είναι κατά πάσα βεβαιότητα διττή και διέρχεται διαμέσου των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι βασικές υποδομές του κάθε νησιού, από πλευράς ύδρευσης/αποχέτευσης, διαχείρισης απορριμάτων, οδικού δικτύου, παροχής ιατρικών υπηρεσιών, καταλυμάτων και ούτω καθ’ εξής.
Διότι σε αρκετές περιπτώσεις το ελληνικό τουριστικό προϊόν – εάν μέτρο είναι οι δυνατότητες της νησιωτικής χώρας από πλευράς υποδομών – υπερτιμολογημένο. Ακριβώς εκεί εντοπίζεται εξάλλου και η αρνητική διεύρυνση της ψαλίδας έναντι των αφίξεων προηγουμένων ετών, που εμφάνισαν από πέρυσι αλλά βεβαίως και εφέτος, προορισμοί όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη.
Η αιχμή του δόρατος της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας προσφέρει σήμερα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της σε τιμές που αποθαρρύνουν το τουριστικό κοινό, ακόμη και υψηλότερης εισοδηματικής τάξης, εξαιτίας ακριβώς αυτής της αναντιστοιχίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ακόμη κι αν υπάρξει μία μειονότητα που θα εκτιμήσει ως αποτρεπτικά τα 8 επιπρόσθετα ευρώ για να εξασφαλίσει πρόσβαση στη Σαντορίνη, οδηγώντας έτσι σε μερική αποκλιμάκωση του φαινομένου του υπερτουρισμού, η ρίζα του προβλήματος παραμένει.
Πρόκειται περί ζητήματος υποδομών.
Στον βαθμό που η χώρα μας συνεχίσει να έχει την τουριστική βιομηχανία ως τον κυριότερο συντελεστή διαμόρφωσης του ΑΕΠ, οφείλει να βελτιώσει τις υποδομές της, ώστε -τουλάχιστον - να ανταποκρίνονται κατά τρόπο αξιοπρεπή και αξιόπιστο, στις ανάγκες που δημιουργούν τα αυξημένα τουριστικά ρεύματα.
Από εκεί και μετά, ο «υπερτουρισμός» και δη αυτός που αφορά στις προσεγγίσεις κρουαζιερόπλοιων σε νησιωτικούς προορισμούς αντιμετωπίζεται – βάσει ερευνών που θα καταδείξουν το “πλαφόν” επισκεπτών που “αντέχει” το νησί, που σήμερα τοποθετείται περί τα 8.000 άτομα. Το συγκεκριμένο πλαφόν, όμως, συναρτάται απόλυτα από το “βάρος” που αντέχουν και οι υποδομές του νησιού.
Έτσι, λοιπόν, πριν την εσπευσμένη υιοθέτηση μέτρων προφανούς εισπρακτικού χαρακτήρα, ας το ξαναδεί το θέμα η κυβέρνηση ιεραρχώντας τις προτεραιότητές της. Ούτως ή άλλως, για την κυριότερη βιομηχανία της χώρας πρόκειται.
Ας αφήσουμε τις προχειρότητες.