Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η κυρίαρχη άποψη για πολλές δεκαετίες ήταν ότι η αναρρίχηση στις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος συνιστά τον ασφαλέστερο δρόμο για επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη. Γενιές και γενιές γαλουχήθηκαν με αυτά τα πρότυπα, ώστε να αριστεύσουν στο εκπαιδευτικό σύστημα και να αποκτήσουν τα απαραίτητα εφόδια για τον επαγγελματικό στίβο.
Περιπτώσεις αυτοδημιούργητων, μέσα από τον κόσμο των επιχειρήσεων ή της ναυτιλίας, πάντα υπήρχαν, έστεκαν όμως ως η εξαίρεση στον κανόνα. Εδώ και αρκετά χρόνια ωστόσο τα πράγματα, τουλάχιστον στη χώρα μας, δείχνουν να αλλάζουν. Αυτή την αλλαγή πιστοποιούν και στοιχεία της Eurostat περί απασχόλησης, που είδαν χθες το φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα καταγράφει το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ, γεγονός ενδεχομένως κατανοητό υπό το φως της 15ετούς περιπέτειας που διήλθε ο τόπος, στη διάρκεια της οποίας η ανεργία προσέγγισε ακόμη και το 30%.
Κυριότερα, όμως, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες συγκαταλέγονται μεταξύ των Ευρωπαίων με προσόντα ανώτερα εκείνων που απαιτούν οι θέσεις απασχόλησης. Διαθέτουν, δηλαδή, υπερπροσόντα, με τη μορφή ανώτερων τίτλων σπουδών, εκείνων που απαιτεί η θέση απασχόλησής τους. Το 2023, το ποσοστό των απασχολουμένων στην ΕΕ με υψηλά προσόντα (υπερπροσόντα) ήταν 22%, με 21% για τους άνδρες και 23% για τις γυναίκες. Τα υψηλότερα ποσοστά υπερπροσόντων στην ΕΕ καταγράφονται στην Ισπανία (36%), την Ελλάδα (31%) και την Κύπρο (30%).
Τι σημαίνει, όμως αυτό. Πρώτα από όλα καταδεικνύει την απουσία διασύνδεσης της αγοράς εργασίας με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Η μία πλευρά δεν αφουγκράζεται τις ανάγκες της άλλης και άρα υπάρχουν σημαντικές αστοχίες. Αντίστοιχα, καταδεικνύει ότι η χώρα μας, συνολικά, ακολουθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο δεν εδράζεται στην παραγωγή και εκμετάλλευση γνώσης αλλά σε άλλα τινά και, τρίτον, καταδεικνύει ότι σπαταλάμε δυνάμεις. Τόσο σε χρήμα, υπό το φως της «δωρεάν» παιδείας που πληρώνει η τσέπη του κάθε φορολογούμενου πολίτη, όσο και ταλέντου, το οποίο δεν αξιοποιείται στο γνωστικό του αντικείμενο αλλά αναγκάζεται να απασχοληθεί όπου βρίσκει μία θέση εργασίας.
Με άλλα λόγια, τα στοιχεία περί υπερπροσόντων που δημοσιοποίησε χθες η ΕΛΣΤΑΤ συνθέτουν κατά τον πλέον γλαφυρό τρόπο τη συνολική αποτυχία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, τις ατέλειες της αγοράς εργασίας κα βεβαίως την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης.
Δεν τα ξέραμε όλα αυτά; ίσως αναρωτηθείτε. Προφανώς ήσαν γνωστά, τουλάχιστον έως ένα βαθμό, είναι η απάντηση. Ακόμη και αυτό το γεγονός, ωστόσο, καταδεικνύει το βαθύτερο πρόβλημα που συνοδεύει την Ελλάδα, η οποία εμφανίζει μόλις το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ και συνάμα το δεύτερο υψηλότερο από πλευράς πανεπιστημιακών προσόντων μεταξύ των απασχολουμένων.
Δείχνει, τέλος, τους λόγους για τους οποίους ένα σημαντικό και πιθανότατα το πλέον υποσχόμενο τμήμα νέων Ελληνίδων και Ελλήνων επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη χώρα μας στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας μέσω του διαβόητου brain drain, προσφέροντας έτσι τα προσόντα τους αλλά και τους κόπους τους για την ανάπτυξη άλλων οικονομιών και στερώντας τη δική μας από αυτά.
Έτσι, λοιπόν, όσο ευτυχές κι αν είναι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης από τη συνεχιζόμενη άνθηση της τουριστικής βιομηχανίας στη χώρα μας, ουδέν αξιοζήλευτο υπάρχει στο να έχει μία χώρα τους περισσότερους πτυχιούχους σερβιτόρους ή τις περισσότερες μπαργούμεν με μεταπτυχιακό.
Έντιμες και αξιοπρεπείς δουλειές είναι και αυτές, αλλά δεν σπούδασαν για αυτές τόσα χρόνια στα θρανία οι συγκεκριμένοι άνθρωποι.