Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Οι διεκδικήσεις της ΑΔΕΔΥ και η επέτειος της τραγωδίας των Τεμπών μπορεί να συνέπεσαν χρονικά αλλά το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Αφορούσε μία ευρεία διαμαρτυρία ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, βασισμένη στην πεποίθηση ότι οι ευθύνες για αυτή την τραγωδία δεν θα καταλογιστούν κατά τον προσήκοντα τρόπο. Είτε εξαιτίας μίας προσπάθειας συγκάλυψης είτε εξαιτίας της βραδύτητας με την οποία είθισται να απονέμεται η δικαιοσύνη στην πατρίδα μας.
Αμφότερες αυτές οι πεποιθήσεις συνιστούν πλήγματα για τους θεσμούς της χώρας. Συνιστούν πλήγμα για τον κοινοβουλευτισμό, όπως βεβαίως συνιστούν πλήγμα και για τη δικαιοσύνη.
Φανερώνουν, με άλλα λόγια, την απουσία εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας προς τους στυλοβάτες του πολιτεύματος και βεβαίως προς την εκτελεστική εξουσία, η οποία, κατά το ίδιο αφήγημα, είναι ο ενορχηστρωτής.
Αυτό το αφήγημα, αν όχι στην ολότητά του, το υιοθετεί ακόμη και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος κατά το χθεσινό του μήνυμα, ανήμερα της μαύρης επετείου, αναφερόμενος στις εργασίες της κοινοβουλευτικής Εξεταστικής Επιτροπής για τα Τέμπη, επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «η Βουλή εξέτασε δεκάδες μάρτυρες με εκατοντάδες στοιχεία, ερευνώντας πώς τα ανθρώπινα λάθη συναντήθηκαν μοιραία με τα διαχρονικά κενά του κράτους. Αλλά και αυτή δεν παύει να είναι ένας θεσμός πολιτικός...».
Εναπόθεσε δε τις ελπίδες του για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και τον καταλογισμό ευθυνών στη δικαιοσύνη. Όπως είπε, «γι' αυτό και μόνο η Δικαιοσύνη είναι εκείνη που θα ρίξει φως στην υπόθεση, όπως το θέλουμε όλοι. Ήδη κινείται γρήγορα και στον ανώτατο βαθμό, καλώντας τους πρώτους από όσους πρέπει να λογοδοτήσουν. Της έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και είμαι βέβαιος ότι θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων». Κατά τα φαινόμενα, ωστόσο, σημαντικό τμήμα της λοιπής κοινωνίας δεν τρέφει τον ίδιο βαθμό εμπιστοσύνης προς τον θεσμό.
Πώς θα μπορούσε, εξάλλου, υπό το φως όσων δήλωσε στη Βουλή η Μαρία Καρυστιανού, μητέρα θύματος του δυστυχήματος, σχετικά με τις σκοπιμότητες πολιτικού χαρακτήρα που χαρακτηρίζουν τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής αλλά και για τη μεταχείριση που της επεφύλαξε εισαγγελική λειτουργός, λέγοντάς της αναφορικά με το δυστύχημα ότι «αυτά συμβαίνουν» και προτρέποντάς την να «πάει στην Εκκλησία» για να αναζητήσει βοήθεια;
Πώς θα μπορούσε να τρέφει τον ίδιο βαθμό εμπιστοσύνης όταν γνωρίζει, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, ότι αυτή η βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης ενίοτε φθάνει μέχρι του σημείου της αρνησιδικίας; Όταν η χώρα μας φιγουράρει στις πρώτες θέσεις μεταξύ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ σε ό,τι αφορά στις καθυστερήσεις απονομής δικαιοσύνης και όταν η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση παραμένει ανεκπλήρωτη, ήδη, από την εποχή του πρώτου μνημονίου, εδώ και σχεδόν μία 15ετία, απωθώντας παρά έλκοντας επενδύσεις στον τόπο μας.
Όμως, φίλτατοι, εκεί είμαστε σήμερα. Με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να τονίζει δημοσίως ότι η Βουλή και βεβαίως η Εξεταστική «... δεν παύει να είναι ένας θεσμός πολιτικός», ομολογώντας έτσι τα όρια της αξιοπιστίας αυτού του θεσμού και εναποθέτοντας τις ελπίδες του για διαλεύκανση της υπόθεσης σε έναν άλλο θεσμό, ο οποίος διαπιστωμένα και πέραν πάσης αμφισβητήσεως πάσχει από πλευράς… ταχύτητος.
Ενώπιον όλων αυτών, σε τι συμπέρασμα καλείται να οδηγηθεί ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας; Όχι μόνον ο επενδυτής, Έλληνας ή ξένος, που καλούμε να βάλει τα λεφτά του σε αυτόν τον τόπο, αλλά ο κάθε πολίτης, που κάποτε θεωρούσε ως ύστατο καταφύγιό του τη Δικαιοσύνη;
Οι ίδιοι οι δικαστικοί πώς στέκουν έναντι αυτού του προβλήματος, όταν είναι σαφές ότι αποτελούν μέρος του αλλά και τμήμα της όποιας δυνητικής του λύσης;
Ως χώρα οφείλουμε να μην ανεχθούμε άλλο τη συνέχιση αυτής της κατάστασης.
Δώστε, επιτέλους, λύση.