Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στην Ελλάδα ισχύει το «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει», όπου Γιάννης είναι ο εκάστοτε πρωθυπουργός. Ο λόγος για αυτό, απλός. Η περίφημη διάκριση των εξουσιών στη χώρα μας ισοδυναμεί, περίπου, με ανέκδοτο.
Το άρθρο 90, παρ. 5 του Συντάγματος ορίζει ότι οι ηγεσίες των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διορίζονται… «με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου». Με άλλα λόγια, διορίζονται με πρόταση που τελεί υπό την έγκριση του πρωθυπουργού. Αντίστοιχα, η νομοθετική εξουσία, εάν δεν θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από τα δάκτυλό μας, κυριαρχείται, ευλόγως, από την κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία και πάλι τελεί, εν πολλοίς, υπό την «καθοδήγηση» του πρωθυπουργού, όπως βεβαίως και η εκτελεστική.
Έτσι, λοιπόν, για ποια διάκριση των εξουσιών μιλάμε;
Το ζήτημα της απουσίας διάκρισης μεταξύ των εξουσιών και κατά προέκταση της απουσίας θεσμικού αντίβαρου της μίας εξουσίας προς την άλλη είναι άριστα καταγεγραμμένο στη χώρα μας από πολλού χρόνου. Πρόσφατα, μας το υπενθύμισε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υπήρξε κόλαφος κατά της πατρίδας μας, περί της κατάστασης του κράτους δικαίου, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας του Τύπου, κ.α. στα οποία αναφέρθηκε, κατά την επίσκεψη της προέδρου της Ευρωβουλής Ρ. Μέτσολα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, εκτιμώντας ότι τελικός κριτής της ποιότητας του Κράτους Δικαίου είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μόλις πέρυσι το καλοκαίρι ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν εκείνη που είχε ραπίσει εκ νέου την Αθήνα ακριβώς για την απουσία διάκρισης των εξουσιών στην πατρίδα μας και συνεπακόλουθα την κατάσταση του κράτους δικαίου.
Δεν χρειάζεται, όμως, φίλτατοι, να το κουράζουμε το ζήτημα. Γνωστό είναι και στο κυβερνών κόμμα, το οποίο κατά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος είχε προτείνει, για να απορριφθεί μετ’ επαίνων από την τότε συριζαϊκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δύο τροποποιήσεις του καταστατικού χάρτη της χώρας. Πρώτον, για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων με κατάργηση του άρθρου 16 και δεύτερον, για την εκλογή της δικαιοσύνης από το κοινοβούλιο αντί του διορισμού της από την κυβέρνηση.
Προ έτους περίπου, σε συνέντευξή του στον Σταύρο Θεοδωράκη και στην εκπομπή «Πρωταγωνιστές» στον Alpha, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει ότι «... είναι στη πρόθεσή μου να εκκινήσουμε και πάλι τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης στην επόμενη Βουλή, η οποία θα είναι προτείνουσα Βουλή για να κάνουμε σημαντικές αλλαγές στο Σύνταγμα. Όπου, δυστυχώς, την τελευταία φορά δεν προφτάσαμε να κάνουμε, και σε αυτές προφανώς συμπεριλαμβάνεται και επιτέλους η αλλαγή του άρθρου 16 για τα πανεπιστήμιά μας, αλλά όχι μόνο. Υπάρχουν ζητήματα που αφορούν το ίδιο το πολιτικό σύστημα και το πώς μπορούμε να παρέμβουμε ενδεχομένως και στον εκλογικό νόμο και στη διάρθρωση της εξουσίας».
Από το τέλος του 2024 και μετά, η παρούσα κυβέρνηση θα έχει κάθε δικαίωμα να αρχίσει τη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος και να επιχειρήσει να θέσει τέλος σε μία μακρά μελανή σελίδα για τη χώρα μας σε ό,τι αφορά στη διάκριση των εξουσιών και στην προάσπιση των θεμελίων επί των οποίων εδράζεται ο δυτικός κόσμος. Είναι μία ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί χάριν των όποιων πολιτικών ή άλλων σκοπιμοτήτων.
Είναι, απλά, μία ώριμη αλλαγή.