Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η συζήτηση που γίνεται στη χώρα μας για τα δημόσια και για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ομολογουμένως σε υψηλούς τόνους, παρά την ψήφιση του σχετικού νομοθετήματος από τη Βουλή, κρατά ακόμη σειρά πανεπιστημιακών σχολών υπό κατάληψη και την πανεπιστημιακή κοινότητα σε αναταραχή. Οδηγεί, δε, όπως είδαμε και με την περίπτωση του ΕΚΠΑ, ακόμη και σε κυβερνοεπιθέσεις για τη ματαίωση, έστω πρόσκαιρη, των τηλε-εξετάσεων.
Αγνοεί, ωστόσο, αυτή η συζήτηση, το βασικό ζητούμενο σε σχέση με την εκπαίδευση στην Ελλάδα. Όπως αντίστοιχα αγνοεί το ίδιο ζητούμενο, η άλλη μεγάλη «εκπαιδευτική» συζήτηση που διεξάγεται στη χώρα μας αναφορικά με τους λεγόμενους «αιώνιους φοιτητές», τον «εξοστρακισμό» των οποίων από τα ΑΕΙ υπόσχεται το Υπουργείο Παιδείας.
Διότι η συζήτηση που θα οφείλαμε να κάνουμε στην πατρίδα μας αφορά στο τι είδος εκπαίδευσης πραγματικά θέλουμε.
Η έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης για το 2022 που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας διαπιστώνει ότι «η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα, απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 34 μονάδες» και συμπεραίνει, ως εκ τούτου, ότι «η αναλογία αποβαίνει δυσμενής λόγω του σχετικά υπεράριθμου φοιτητικού πληθυσμού, ο οποίος περιλαμβάνει τους μη ενεργούς φοιτητές». Με άλλα λόγια, ότι η παρουσία των ανενεργών φοιτητών (διάβαζε «αιώνιων») επιδρά αρνητικά στην ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.
Ασχέτως εάν αυτή η εκτίμηση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή όχι, δεδομένου ότι οι «αιώνιοι» φοιτητές είναι κατά κανόνα και άφαντοι από τα αμφιθέατρα και άρα δεν υποβαθμίζουν με την υπεράριθμη παρουσία τους το εκπαιδευτικό έργο, στην ουσία στερείται εστίασης. Διότι εάν η συγκεκριμένη Αρχή όφειλε να διερευνήσει κάτι, αυτό κατά πάσα βεβαιότητα θα όφειλε να είναι κατά πόσον τα ελληνικά ΑΕΙ (δημόσια και ιδιωτικά) παράγουν το επιστημονικό προσωπικό που θα όφειλε να διαθέτει η χώρα.
Κοντολογίς, εάν η εκπαίδευση που παρέχεται στους νέους ανθρώπους αυτού του τόπου εξυπηρετεί τις ανάγκες που έχει η ελληνική κοινωνία και η οικονομία της χώρας. Για παράδειγμα, κάθε χρόνο «παράγουμε» Χ αριθμό δικηγόρων ή αρχιτεκτόνων ή θεολόγων... κ.λπ. Τους χρειαζόμαστε; Μπορούν να εξυπηρετήσουν κατά τρόπο εποικοδομητικό κάποια ανάγκη της χώρας και συνάμα να απασχοληθούν με αντιστοίχως εποικοδομητικό τρόπο ώστε να καλύψουν τις βιοποριστικές τους ανάγκες ή τζάμπα σπουδάζουν και μετά αναζητούν απασχόληση σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια;
Όσο απλοϊκό, ενδεχομένως, κι αν φαντάζει το συγκεκριμένο ερώτημα, δεδομένης της ελευθερίας και του δικαιώματος που έχει ο καθένας από εμάς να σπουδάσει ό,τι επιθυμεί, εφόσον κριθεί ικανός, αφορά ορισμένες θεμελιώδεις παραμέτρους της όλης εξίσωσης. Πρώτον, εάν τα επιστημονικά προσόντα που θα αποκτήσει μπορούν να οδηγήσουν σε καλά αμειβόμενη απασχόληση και δεύτερον, εάν αυτά τα προσόντα μπορούν να αξιοποιηθούν για την κάλυψη των αναπτυξιακών αναγκών της χώρας.
Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο ερώτημα αφορά τη συζήτηση την οποία βάζουν στο τραπέζι του διαλόγου, χρόνια τώρα, κορυφαίοι εργοδοτικοί φορείς της χώρας, όπως ο ΣΕΒ, σχετικά με τη διασύνδεση της αγοράς εργασίας με τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και συνολικά το εκπαιδευτικό οικοδόμημα.
Όσοι ερίζουν ότι εάν όντως υπάρξει αντιστοίχηση των αναγκών με το παρεχόμενο εκπαιδευτικό έργο, ολόκληροι κλάδοι θεωρητικών επιστημών κινδυνεύουν με απαξία, δεν έχουν, δε, παρά να στρέψουν το βλέμμα τους στο εξωτερικό, ώστε να διαπιστώσουν ότι οι ανησυχίες τους είναι αβάσιμες. Ο μόνος κίνδυνος από τον οποίο μάλλον δεν θα διαφύγει το εκπαιδευτικό σύστημα είναι να γίνει ακόμη… χρησιμότερο για τη χώρα και την οικονομία της.