Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η υιοθέτηση της επιστολικής ψήφου στις επικείμενες ευρωεκλογές μπορεί να μην απαιτεί τις αυξημένες πλειοψηφίες που προβλέπει το Σύνταγμα σε περιπτώσεις αλλαγών της εκλογικής νομοθεσίας, συνιστά όμως ένα πολυεπίπεδο πείραμα δημοκρατίας.
Πείραμα ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εισαχθεί στο πεδίο του πολιτικού διαλόγου, ως προς την αντιμετώπιση των όποιων αντιδράσεων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ως προς την ύπαρξη ή μη συναίνεσης για ένα εκλογικό νομοθέτημα του είδους και βεβαίως, ως προς τον τρόπο εφαρμογής του στην πράξη.
Για την ακρίβεια, η πραγματική δημοκρατική δοκιμασία θα είναι, ευλόγως, κατά την εφαρμογή του νομοθετήματος στις Ευρωεκλογές του 2024. Δια της σκληρής μεθόδου της δοκιμασίας στην πράξη και από την ύπαρξη ή μη προσπαθειών αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος.
Διότι, ας μην γελιόμαστε. Όσο ευπρόσδεκτο κι αν είναι ένα νομοθέτημα το οποίο θα απελευθερώνει από τα δεσμά της μετακίνησης εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα άσκησης του εκλογικού δικαιώματος εξ αποστάσεως, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, η ύπαρξη ή μη παρασπονδιών θα κρίνει την τελική του επίδραση στην ποιότητα της εκλογικής διαδικασίας και κατά προέκταση του πολιτεύματος.
Εντέλει, διαμέσου αυτής της διαδικασίας, από τη δοκιμασία στην πράξη, θα καταδειχθεί εάν όντως θα υπάρξει αναβάθμιση των συνθηκών δημοκρατίας στον τόπο μας. Υπ’ αυτό το πρίσμα αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι ενστάσεις αλλά και ο σκεπτικισμός με τον οποίο περιέβαλε τη σχετική πρωθυπουργική εξαγγελία χθες η αντιπολίτευση και δη ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υπενθυμίζοντας ότι κατά το παρελθόν η κυβέρνηση είχε απορρίψει προτάσεις για την υιοθέτηση της επιστολικής ψήφου.
Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει την παροχή της δυνατότητας ψήφου στις προηγούμενες εκλογές σε όσους απασχολούνταν στην τουριστική βιομηχανία, ως ετεροδημότες, κάτι που είχε απορρίψει η τότε κυβέρνηση.
Αντίστοιχες ενστάσεις διετύπωσε και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υπενθυμίζοντας ωστόσο ότι είχε συνδράμει την κυβέρνηση δίδοντας τη θετική του ψήφο στο νομοσχέδιο για τη διευκόλυνση του εκλογικού δικαιώματος των Ελλήνων του εξωτερικού.
Αυτή η συναίνεση, βεβαίως, συνιστά πρόκριμα όχι για την εκλογική αναμέτρηση των ευρωεκλογών, όσο κυριότερα για τις εθνικές βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν έως τη λήξη της παρούσας κυβερνητικής θητείας. Διότι, τότε, για να ισχύσει μία αλλαγή της εκλογικής διαδικασίας όπως η επιστολική ψήφος, βάσει του Συντάγματος, απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών, ώστε να τεθεί άμεσα σε ισχύ στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, διαφορετικά θα ισχύσει από τις εκλογές που θα ακολουθήσουν.
Στον βαθμό, λοιπόν, που επιδειχθεί συναινετική διάθεση για την υιοθέτηση του συγκεκριμένου νομοθετήματος εκ μέρους όλων των πλευρών, με την κυβέρνηση να προσμετρά τις όποιες ανησυχίες της αντιπολίτευσης και την κοινοβουλευτική μειοψηφία να παρέχει την στήριξή της, τότε -με τη μείζονα αίρεση του αποτελέσματος στην πράξη- είναι δυνατόν να ελπίζει κανείς για αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας στον τόπο μας.
Διότι έως τώρα, ας μη γελιόμαστε, με το υφιστάμενο καθεστώς πραγμάτων, ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ήταν είτε αποκλεισμένο από την κάλπη για πρακτικούς λόγους μετακίνησης είτε ήταν δέσμιο των όποιων «εξυπηρετήσεων» μετακίνησης προσέφεραν τα κόμματα στους ετεροδημότες.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, με δεδομένο το κεκτημένο της δημοκρατικής ομαλότητας κατά τη Μεταπολίτευση, η επιστολική ψήφος εκτιμάται ότι θα άρει, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, τα τελευταία κωλύματα πρόσβασης που είχε μέρος του εκλογικού σώματος για την άσκηση του δικαιώματός του. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν παύει να αποτελεί ένα πείραμα για τη χώρα μας.