Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η βαθύτατη επίγνωση της ανάγκης για συνεννόηση εθνικού χαρακτήρα σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά, που επέδειξε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνέντευξής του στον Σκάι, κινδυνεύει να παραμείνει κενό γράμμα, δίχως την προώθηση των αντίστοιχων θεσμικών και πολιτικών διεργασιών που θα την υλοποιήσουν.
Όπως είπε, απαντώντας σε ερώτημα της κας Σ. Κοσιώνη, περί πιθανής απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας, έτσι όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, σε περίπτωση επίτευξης λύσης της ελληνοτουρκικής διαφοράς, «αυτό είναι μία σχετική έννοια, αλλά πρέπει να σας πω ότι οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις, οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης».
Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι «... επειδή είμαστε ακόμα μακριά από αυτό το σενάριο -γιατί δεν είναι μία απόφαση που την παίρνω προφανώς μόνος μου-, αν ποτέ φτάναμε σε αυτό το σημείο, θα είχε μείζονα ρόλο να παίξει και η Βουλή και τα κόμματα».
Υπ’ αυτό το πρίσμα αλλά και υπό το φως της συγκεκριμένης προαναγγελίας, η οποία, αφενός, δεν είθισται πριν την έναρξη διαπραγματεύσεων, αφετέρου, ήδη προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις ακόμη και εντός της κυβερνώσας παράταξης, ίσως δεν υπάρχει προσφορότερος χρόνος για την εξασφάλιση ευρύτερων συναινέσεων, τουλάχιστον εκ μέρους των κυριότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων, επί της λεγόμενης «εθνικής γραμμής», ώστε τα όριά της να μην είναι δυσδιάκριτα ή ασαφή. Και τούτο, υπό το φως των δύο διαφορετικών ερμηνειών που έχουν έως τώρα δει το φως της δημοσιότητας, αναφορικά με αυτή την προαναγγελθείσα υποχωρητικότητα.
Πρώτον, πως ανοίγει τον δρόμο για «συζητήσεις» με τη γείτονα, παρέχοντας στην Ελλάδα αφενός την έξωθεν καλή μαρτυρία, ότι επιδιώκει μία ειρηνική και συμβιβαστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, αφετέρου ικανό χρόνο για την ολοκλήρωση του εξοπλιστικού της προγράμματος.
Δεύτερον, ότι, διαμέσου αυτής της προαναγγελίας, «δοκιμάζονται» οι αντιδράσεις τόσο του πολιτικού κόσμου όσο και της κοινής γνώμης ως προς το ενδεχόμενο αυτών των «υποχωρήσεων» για τις οποίες κάνει λόγο ο πρωθυπουργός.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, είναι προτιμότερο η Ελλάδα να προσεγγίσει αυτή τη διαπραγμάτευση με τη γείτονα, δίχως την εκ των προτέρων εξασφάλιση -αν όχι ομοφωνίας- τουλάχιστον ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων ως προς τα όρια της εθνικής της γραμμής, ή να την αναζητήσει εκ των υστέρων;
Υπό το φως της προφανούς καταφατικής απάντησης στο συγκεκριμένο ερώτημα, αναδεικνύεται και η ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για τη συνεννόηση του πολιτικού κόσμου της χώρας.
Έτσι, λοιπόν, αντί να καταγράφεται πλειοδοσία «πατριωτισμού», με προτάσεις προς βουλευτές της ΝΔ να παραιτηθούν μετά τις παραπάνω επισημάνσεις του πρωθυπουργού, όπως αυτές που διετύπωσε η Ελληνική Λύση, προτιμότερο θα ήταν να καταγραφεί μία προσπάθεια αφενός ενημέρωσης επί των εξελίξεων, αφετέρου διαμόρφωσης πολιτικής.
Το πολιτικό προσωπικό της χώρας οφείλει να ακολουθήσει τον εθνικό δρόμο στο ζήτημα αυτό και τούτος δεν είναι άλλος από αυτόν της διαφάνειας και της προσπάθειας εξασφάλισης της μεγαλύτερης, κατά το δυνατόν, πολιτικής νομιμοποίησης της ακολουθούμενης γραμμής.
Πρόκειται για μία διαδικασία εθνικού συμφέροντος, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, αντί να την αποδυναμώσει, όπως θα μπορούσε μία λαϊκιστική και διχαστική πολιτική επί του ζητήματος.