Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όποια οδό κι αν ακολουθήσει κανείς για να αναζητήσει τα θεμέλια της δημοκρατίας, είτε εκείνη του Αριστοτέλη (Πολιτικά) είτε του Κ. Μοντεσκιέ (το Πνεύμα των νόμων), δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στη διάκριση των εξουσιών. Την πλέον θεμελιώδη των αρχών που διέπουν τις σύγχρονες δημοκρατίες αστικού τύπου.
Με άλλα λόγια, εάν δεν υφίσταται ανεξαρτησία μεταξύ της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, δεν νοείται η ύπαρξη ελέγχου και «αντίβαρων» της μίας εξουσίας προς την άλλη και κατά συνέπεια, η δημοκρατία τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Στην καθ' όλα δημοκρατική Ελλάδα, κατά τα φαινόμενα, δεν είμαστε σύμφωνοι με αυτό το γνώρισμα των περισσότερων εκ των λοιπών κρατών της Δύσης. Στη χώρα μας, το κοινοβούλιο πράττει σύμφωνα με τα κελεύσματα της κυβέρνησης και η ηγεσία της δικαιοσύνης διορίζεται και πάλι από την κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.
Αυτά, όμως, είναι πράγματα γνωστά εδώ και χρόνια. Όπως γνωστές είναι και οι συλλογικές ενστάσεις των λοιπών δυτικών -ή εντέλει των ευρωπαϊκών- κρατών προς την Ελλάδα για αυτό το ζήτημα, δια στόματος Κομισιόν. Όπως κάθε χρόνο την τελευταία τετραετία, έτσι και φέτος, η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην ΕΕ αποτελεί κόλαφο για την Ελλάδα και για την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική Δικαιοσύνη.
Αν και εφέτος η Κομισιόν εντοπίζει πρόοδο σε ό,τι αφορά στον έλεγχο και στην ακρίβεια των «πόθεν έσχες» και σε ζητήματα διαφθοράς, για τον τομέα της δικαιοσύνης, σημειώνεται ότι η Ελλάδα δεν έχει κάνει καμία πρόοδο σε ό,τι αφορά στον τρόπο ανάδειξης της ηγεσίας των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι ουδεμία πρόοδος έχει επιτευχθεί σε ό,τι αφορά στην ανάγκη συμμετοχής του δικαστικού σώματος στον διορισμό του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τους διορισμούς δικαστικών.
Ο πάγιος αντίλογος από την ελληνική πλευρά είναι ότι ο τρόπος διορισμού της ηγεσίας των τριών ανώτατων δικαστηρίων προβλέπεται στο Σύνταγμα και ότι για να αλλάξει, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.
Πράγματι, το άρθρο 90 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος προβλέπει ότι «οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου…».
Όμως ούτε η προηγούμενη αναθεωρητική Βουλή επιχείρησε να αναθεωρήσει τις συγκεκριμένες διατάξεις ούτε έχει τεθεί στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση, μολονότι η παρούσα Βουλή δικαιούται από τα τέλη του 2024 και μετά να είναι προτείνουσα Βουλή για μία νέα συνταγματική αναθεώρηση.
Με λίγα λόγια, απουσιάζει η βούληση μιας τέτοιας αναθεώρησης, καθώς ουδείς εκ των πρωταγωνιστών του ελληνικού πολιτικού συστήματος επιθυμεί να απεμπολήσει τη δυνατότητα ελέγχου των λοιπών εξουσιών, σε περίπτωση που βρεθεί να κρατά τα ηνία της εκτελεστικής.
Έτσι, όμως, βάζουμε τη χώρα μας σχεδόν στο ίδιο σκαλί στην κλίμακα δημοκρατίας με εκείνο στο οποίο βρίσκεται το υβριδικό καθεστώς του Όρμπαν στην Ουγγαρία ή με εκείνο της Πολωνίας.
Αξίζει μια τέτοια κατάταξη στη χώρα που επαίρεται ότι είναι η κοιτίδα της δημοκρατίας; Αξίζουν αυτή την τύχη οι πολίτες της;
ΥΓ. Το σημείωμα αυτό αφιερώνεται στον Ανδρέα Γεωργίου, πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).