Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Αν και από το… ολότελα, προφανώς είναι καλύτερο να έχουμε «κάτι» στις 15 Ιουνίου που θα προσομοιάζει σε συζήτηση τηλεοπτικού χαρακτήρα μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, είναι επίσης σαφές ότι το τελικό αποτέλεσμα θα απέχει για ακόμη μία φορά από το ζητούμενο.
Με άλλα λόγια, όπως δείχνουν τα πράγματα, η κουβέντα γίνεται απλά για να γίνεται και να μπορούν οι επικεφαλής των πολιτικών κομμάτων της χώρας να ισχυρίζονται ότι συμμετείχαν σε μία ελεύθερη και ανοικτή συζήτηση, έστω υπό όρους.
Διότι εάν το βασικό ζητούμενο της χθεσινής συνεδρίασης της διακομματικής επιτροπής ήταν εάν θα υπάρξει ή όχι «ελεύθερη» ερώτηση εκ μέρους των δημοσιογράφων ή ο τρόπος με τον οποίο θα καλυφθεί η αριθμητική αναντιστοιχία μεταξύ των 5 πολιτικών αρχηγών (Βαρουφάκης εκτός) και των 6 δημοσιογράφων που υποβάλλουν τα ερωτήματα, τότε ούτε ελεύθερο ούτε debate μπορεί να χαρακτηριστεί αυτό που θα προβληθεί στο πανελλήνιο στις 15 Ιουνίου.
Θα είναι μία επανάληψη τόσων αντίστοιχων του παρελθόντος, με «ατζέντα» που θα έχει προκαθοριστεί από τα κόμματα, με τρόπο διεξαγωγής που θα έχει προσδιοριστεί και πάλι από τα κόμματα και βεβαίως δεν θα εμπεριέχει ίχνος απευθείας ανταλλαγής επιχειρημάτων μεταξύ των συμμετεχόντων αρχηγών των κομμάτων.
Ακόμη κι αν παραμερίσουμε τον τερατώδη συμβιβασμό στον οποίο προχωρά για ακόμη μία φορά ο δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας, αποδεχόμενος τον προσδιορισμό των όρων της συζήτησης από τα ίδια τα κόμματα, αντί της επικράτησης δημοσιογραφικών κριτηρίων για τη διεξαγωγή της, το γεγονός και μόνον ότι παραμένει εκκρεμές εάν θα παραχωρηθεί η δυνατότητα υποβολής μίας και μόνης ελεύθερης ερωτήσεως προς έναν έκαστο εκ των πολιτικών αρχηγών αρκεί ως μέτρο στάθμισης των πραγμάτων.
Αποτελεί δε το είδος των τηλεοπτικών debates στα οποία συναινεί να συμμετάσχει ο πολιτικός κόσμος της χώρας στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις σαφή ένδειξη του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον πολιτικό διάλογο στον τόπο μας. Σε καλούπια και υπό «προστασία».
Δεν αφορά όλο αυτό την άρνηση ενός πολιτικού αρχηγού, φερειπείν, όπως ο φίλτατος Κυριάκος Μητσοτάκης, να συναινέσει στο αίτημα απευθείας συζήτησης με τον δεύτερο από πλευράς κοινοβουλευτικής ισχύος -επίσης φίλτατο- Αλέξη Τσίπρα, κάτι που μπορεί να συμβαίνει για πλειάδα λόγων. Κυριότερα, αφορά στην άρνηση σύσσωμου του πολιτικού κόσμου να δεχθεί να εισέλθει σε μία τηλεοπτική συζήτηση δίχως όρους και δίχως προαπαιτούμενα.
Πρόκειται για μία στάση η οποία μπορεί να εκληφθεί μόνον ως ένδειξη αδυναμίας και δίχως άλλο, ως τέτοια αποτιμάται από το εκλογικό σώμα, ή τουλάχιστον μία σημαντική μερίδα του.
Τι φοβούνται, άραγε, οι πολιτικοί αρχηγοί και επιμένουν σε μία τόσο ασφυκτική διαδικασία ερωτήσεων - απαντήσεων, αρνούμενοι μία ανοικτή και ελεύθερη συζήτηση;
Δεν αντιλαμβάνονται την απαξία στην οποία οδηγείται έτσι ο πολιτικός διάλογος στη χώρα, ενώπιον μάλιστα του πανελλήνιου; Εάν λάβουμε ως μέτρο, δε, τις λεγόμενες διακαναλικές συνεντεύξεις Τύπου που παραχωρούν οι ίδιοι άνθρωποι, στην οποία εμφανίζονται πρόθυμοι να απαντήσουν επί παντός επιστητού, τότε η… διαπροσωπική επαφή με τους λοιπούς πολιτικούς αρχηγούς είναι αυτό που τους φοβίζει;
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, στο τέλος του «debate» που θα διεξαχθεί στις 15 Ιουνίου, είναι βέβαιο ότι θα ακουστεί για ακόμη μία φορά η ευχή… την επόμενη φορά αυτό να γίνει υπό άλλους όρους.