Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η μετατόπιση της συζήτησης στα ελληνοτουρκικά, περίπου εν μία νυκτί, από την απειλή πολέμου και κατάληψης σειράς νησιών, στην κινητικότητα και στις προτάσεις διαμεσολάβησης εκ μέρους της Δύσης, ώστε να βρεθεί «λύση» μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, είναι -αν μη τι άλλο- παράδοξη και πάντως αξιοσημείωτη.
Μόλις πρόσφατα, εξάλλου, επέλεγε η Αθήνα να δώσει τόπο στην οργή με επίσημη ανακοίνωση του ΥΠΕΞ στην τελευταία έξαρση προκλητικότητας εκ μέρους Τούρκων αξιωματούχων και στη δημοσίευση «χάρτη» που έδειχνε περίπου το ήμισυ του Αιγαίου στο ερυθρό της ημισελήνου.
Όταν όμως ειδησεογραφικά πρακτορεία όπως η καθ' όλα επίσημη Deutsche Welle προαναγγέλλουν κινητικότητα αυτού του είδους και μάλιστα με αναλύσεις που φέρουν την υπογραφή του Δρ. Ρ. Μεϊνάρντους, πολιτικού αναλυτή και κύριου ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ, και την ίδια ώρα από τους Δελφούς, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Τζ. Τσούνης δηλώνει ότι η χώρα του είναι πρόθυμη να διαμεσολαβήσει αλλά και ότι «κανείς δεν έχει μονοπώλιο του σωστού και του λάθους» (μεταξύ των δύο χωρών), τότε ίσως είναι ώρα να «στήσουμε αυτί».
Διότι, ήδη, «παρεμβάσεις» όπως αυτές καταγράφονται στην Αθήνα, η οποία αν και τηρεί σιγή ασυρμάτου σχετικά με τις πρόσφατες δηλώσεις του κ. Τσούνη -ενώ ευχερώς θα μπορούσε να επικαλεστεί την τήρηση του διεθνούς δικαίου ως το μόνο «μονοπώλιο» της υπόθεσης-, τοποθετείται και μάλιστα διεξοδικώς έναντι αυτής της κινητικότητας, δια στόματος του φίλτατου πλην απερχόμενου, κατά τα φαινόμενα, υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια.
Αρχικώς με μήνυμα προς την Τουρκία, ότι εάν θέλει να συζητήσουμε τούτο, θα πρέπει να γίνει αφενός στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, αφετέρου, επί της μίας και μόνης διαφοράς που αναγνωρίζει η Ελλάδα, αυτή της υφαλοκρηπίδας και στη συνέχεια με την απλή επισήμανση ότι οφείλουμε να δώσουμε στην Τουρκία «μία ευκαιρία».
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο κ. Δένδιας, «ούτε αφελής είμαι ούτε αιθεροβάμων. Ούτε θα μετακινηθούμε από τις πάγιες ελληνικές θέσεις. Έχω δει όμως κι άλλα στοιχεία στην τουρκική συμπεριφορά και έχουμε την υποχρέωση να δώσουμε μια ευκαιρία».
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η όποια κινητικότητα θα εξελιχθεί, ευλόγως, μετεκλογικά, τόσο στη γείτονα όσο και στη χώρα μας. Σε μία περίοδο όπου ενδεχομένως θα υπάρχουν κυβερνήσεις συνεργασίας σε αμφότερες τις πλευρές του Αιγαίου, οι οποίες θα μπορούν να επωμιστούν, ίσως, ευχερέστερα το πολιτικό βάρος ενός «συμβιβασμού» μεταξύ των δύο πλευρών.
Το ατυχές, βεβαίως, στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι ενώ η Άγκυρα ζητά τα… πάντα, έχοντας διευρύνει τη μόνη διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα, αυτή της υφαλοκρηπίδας, με μυριάδες άλλες, συμπεριλαμβανομένης της φιλολογίας περί αποστρατικοποίησης των νήσων, των γκρίζων νήσων, της «γαλάζιας πατρίδας», του τουρκολυβικού μνημονίου, ενώ διατηρεί ακέραιη και την απειλή πολέμου σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, η χώρα μας δεν διεκδικεί τίποτε άλλο παρά μόνον όσα δικαιούται στη βάση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας.
Έτσι, λοιπόν, όταν ο φίλτατος κ. Τσούνης λέγει ότι ουδείς μπορεί να έχει «μονοπώλιο» του σωστού και του λάθους, είναι εύλογο ότι οδηγεί τη «ζυγαριά» σε μέρη όπου αυτή δεν θα όφειλε να βρίσκεται.
Όπως αντίστοιχα, δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα και τους στόχους της διαμεσολάβησης που η Δύση προσφέρεται να παράσχει.
Εν πάση περιπτώσει, την όποια «καυτή πατάτα» θα διαχειριστεί, πιθανώς, η επόμενη κυβέρνηση, όταν και όποτε αυτή σχηματιστεί…