Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Αυτές τις ημέρες, μετά από δεκαετίες, παίζεται το στοίχημα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης.
Σε μορφή μάλλον απλουστευμένη από ό,τι οι αρχικές προθέσεις του υπουργείου Παιδείας για την εκπαιδευτική αξιολόγηση, εξελίσσεται μία διαδικασία που αφορά κατ’ αρχάς νεοδιόριστους και αναμένεται να επεκταθεί με αργό ρυθμό και στους λοιπούς συναδέλφους τους.
Σαφώς, δε, απέχει αυτή η διαδικασία από το -ενδεχομένως πολύ ακριβέστερο ως προς τα αποτελέσματά του- μοντέλο αξιολόγησης σχολικών ιδρυμάτων που είχε προτείνει ο πρώην υπουργός επί κυβερνήσεων ΝΔ και βετεράνος πολιτικός Στέφανος Μάνος, το οποίο βασιζόταν στη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων και στη σύγκριση αυτών, ώστε να διαχωριστεί η ήρα από το στάρι.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ωστόσο, το μοντέλο που «τρέχει» σήμερα αφορά σε κάποιου είδους αξιολόγηση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο τέλος της οποίας ελπίζεται ότι θα υπάρξει αναβάθμιση του προσφερόμενου έργου και παροχή καλύτερων υπηρεσιών στα παιδιά αυτού του τόπου.
Σε ό,τι αφορά στους εκπαιδευτικούς, στις περιπτώσεις που τα αποτελέσματα είναι θετικά, θα λαμβάνουν επιπλέον μόρια τα οποία θα μπορούν να αξιοποιήσουν για την τυχόν επιλογή μίας θέσης ευθύνης. Όπου η απόδοση κριθεί μη ικανοποιητική, προβλέπεται υποχρεωτική επιμόρφωση. Άρα, μία κατάσταση μάλλον “win-win”, που θα έλεγε και μία ψυχή!
Εάν μία αντίστοιχη διαδικασία είχε προβλεφθεί και για τη λειτουργία των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα, ενδεχομένως, σήμερα να μη θρηνούσαμε 57 θύματα. Όλα τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα κατατείνουν σε αυτό το συμπέρασμα.
Ο μοιραίος άνθρωπος σε αυτό το δυστύχημα, εκείνος ο οποίος έχει ομολογήσει την ενοχή του αλλά και ότι δεν γνώριζε επαρκώς τη λειτουργία του αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου, ίσως να μην είχε υποπέσει στο συγκεκριμένο ατόπημα, εάν είχε αξιολογηθεί κατά τρόπο ορθό. Βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, η εκπλήρωση των οποίων θα διασφάλιζε πως ο συγκεκριμένος σιδηροδρομικός γνώριζε αυτά που έπρεπε να γνωρίζει.
Η αξιολόγηση, όπως και ο έλεγχος, όμως, αποτελούν ανάθεμα για τον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα. Αυτό το οποίο θεωρείται ως φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων στη συντριπτική πλειονότητα του λεγομένου Δυτικού κόσμου, για τη χώρα μας συνιστά -στο άκουσμά του και μόνο- αιτία απεργιών. Συνιστά casus belli για τους συνδικαλιστές στον δημόσιο τομέα και προκαλεί εφιάλτες σε χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους.
Διότι, ας μη γελιόμαστε, στον ιδιωτικό τομέα η αξιολόγηση, της σκληρότερης δυνατής μορφής και επί ποινή απόλυσης, αποτελεί καθημερινή πρακτική, στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
Στον δημόσιο τομέα, ωστόσο, ο οποίος χρηματοδοτείται αμιγώς από την τσέπη του κάθε συνεπούς φορολογούμενου πολίτη, τα πράγματα έχουν αλλιώς. Η απόλυση, ως γνωστόν, είναι σπάνια και συμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, βάσει του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, και όταν πλέον ο κόμπος έχει φτάσει βαθιά στο… χτένι.
Πρόκειται, εν πολλοίς, για το απότοκο των σχέσεων που τρέφει μία μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος με το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας. Μία σχέση η οποία έχει κωδικοποιηθεί υπό την ονομασία «πελατειακό κράτος», σε διάφορες εκφάνσεις του και εξακολουθεί να καταδυναστεύει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την καθημερινότητα στην Ελλάδα.
Ο συνδυασμός μονιμότητας και απουσίας αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα ήταν, είναι και θα παραμείνει -εφόσον ουδείς τολμήσει να κάνει κάτι για αυτό- βαθιά πληγή στη λειτουργία του.
Όσο δεν αποδεχόμαστε αυτό το γεγονός, τόσο θα υφιστάμεθα τα επίχειρα αυτής της επιλογής.