Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Αν και οι τόνοι κρατήθηκαν σχετικά χαμηλοί σε σχέση με αντίστοιχες αντιπαραθέσεις των δύο ανδρών κατά το παρελθόν, η χθεσινή συζήτηση Μητσοτάκη - Τσίπρα στην Βουλή, με αφορμή νομοσχέδιο για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, κατέληξε, περίπου, όπως αναμενόταν.
Σε έναν προεκλογικού χαρακτήρα διαξιφισμό, διανθισμένο με ριπές κατηγοριών περί πατριδοκαπηλίας και αναμόχλευσης εμφυλιοπολεμικής μνήμης.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εγκάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν στήριξε νομοθετήματα για εξοπλισμούς και στρατιωτικές δαπάνες, αναδεικνυόμενος έτσι σε «εθνική εξαίρεση» και ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας έκανε λόγο για πατριδοκαπηλία εκ μέρους μίας κυβέρνησης η οποία είχε «καλωδιωμένους» τους Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων.
Με αυτά και άλλα συναφή, οι δύο κυριότεροι μονομάχοι της ελληνικής πολιτικής σκηνής επιβεβαίωσαν και χθες, για ακόμη μία φορά, ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας αδυνατεί να συνεννοηθεί ακόμη και στα πλέον θεμελιώδη, όπως αυτά που αφορούν στην εθνική άμυνα, ώστε -τουλάχιστον οι πρωταγωνιστές του- να χαράξουν από κοινού μία ενιαία πορεία για την ενίσχυσή της.
Ακόμη και στην περίπτωση της αναβάθμισης των αεροσκαφών F16 σε επίπεδο Viper, όπου τα δύο κόμματα είχαν αμφότερα μερίδιο ευθύνης για την πορεία του έργου, με την αρχική απόφαση να λαμβάνεται επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και το τελικό νομοθέτημα όπως και την έναρξη των εργασιών να υλοποιούνται επί κυβερνήσεως ΝΔ, οι δύο άνδρες κατάφεραν να αντιπαρατεθούν και να ανταλλάξουν κατηγορίες κάθε λογής.
Με άλλα λόγια, ακόμη και εκεί όπου υπήρξε διαπιστωμένα σύμπραξη μεταξύ των δύο πλευρών, έστω ακούσια, επ’ ωφελεία της πατρίδος, οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι επέλεξαν να κονταροχτυπηθούν, χάριν της εξασφάλισης προεκλογικής πόλωσης και κομματικής συσπείρωσης.
Έτσι, όμως, φίλτατοι, είναι βέβαιον ότι δεν μπορούμε να πάμε μακριά. Ιδίως, όταν οι «απέναντι» λειτουργούν με γνώμονα δεκαετιών για την προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων.
Αντί οι αμυντικοί εξοπλισμοί να είναι πεδίο συνεννόησης μεταξύ των δύο κυριότερων πολιτικών εκπροσώπων του εκλογικού σώματος της χώρας, ώστε αφενός να ακολουθείται ένας μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την υλοποίησή τους, αφετέρου να προωθείται η ανάπτυξη και της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, οι δύο μονομάχοι επιλέγουν και πάλι την οδό της στείρας αντιπαράθεσης.
Εκείνης η οποία θέλει τη μία πλευρά να απορρίπτει οποιαδήποτε ενέργεια κι αν προωθήσει η άλλη, και τις κατηγορίες επί παντός του επιστητού να επιρρίπτονται ως μπαράζ, επί σειρά ετών.
Τι ακριβώς έχουμε καταφέρει, με αυτή τη μανιέρα τόσα χρόνια;
Πρώτον, εκεί που οι γείτονες διαθέτουν ένα διευρυμένο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, βαδίζοντας στην παράδοση των κυριότερων δυτικών χωρών, εμείς διαθέτουμε ένα… ταπεινό ΚΥΣΕΑ, δίχως διακομματική εκπροσώπηση, δίχως πρώην πρωθυπουργούς και τρίτους τεχνοκράτες.
Δεύτερον, εκεί όπου οι γείτονες διαθέτουν σήμερα μία ιδιαίτερα αποτελεσματική αμυντική βιομηχανία, εμείς παλεύουμε να αναστήσουμε τη δική μας μήπως και μπορέσουμε να αποκτήσουμε π.χ. ελληνικά drones -όταν οι Τούρκοι ήδη τα εξάγουν κατά δεκάδες- ή να αυξήσουμε τον βαθμό αυτονομίας των αμυντικών προμηθειών μας, και
Τρίτον, εκεί όπου η Τουρκία ήδη διαθέτει σε μεγάλο βαθμό προμηθευτική αυτάρκεια, εμείς συνεχίζουμε να εξαρτώμεθα σχεδόν πλήρως από το εξωτερικό, καθιστώντας ενδεχομένως αμφίβολη την επάρκεια προμηθειών, την κρίσιμη ώρα.
Μπορεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας να καταπιαστεί με αυτά, αντί να ερίζει για το ποιος είναι πατριδοκάπηλος; Διότι, εντέλει, αυτή θα ήταν μία πραγματικά πατριωτική στάση.