Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Την ίδια ώρα που η Ευρώπη προσπαθεί να συνέλθει από την τριετή περιπέτεια της πανδημίας και των οικονομικών επιπτώσεων που τη συνόδευσαν, προσαρμόζοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας και τους ασφυκτικούς δημοσιονομικούς κανόνες που το απαρτίζουν στις απαιτήσεις των καιρών, ο «συνήθης ύποπτος» στέκεται για ακόμη μία φορά ως εμπόδιο σε αυτή την προσπάθεια.
Το Βερολίνο και οι χώρες συνοδοιπόροι του αντιτίθενται στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων, για την επίτευξη των λεγόμενων «διμερών δημοσιονομικών συμβολαίων», εγείροντας ενστάσεις στο ενδεχόμενο απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ της Κομισιόν και κρατών-μελών με υψηλό χρέος για τη διαμόρφωση του δημοσιονομικού πλαισίου λειτουργίας τους.
Αντ’ αυτού, απαιτούν τη θέσπιση «αξιόπιστων εργαλείων επιβολής», ώστε να ασκηθεί πίεση στις συγκεκριμένες χώρες, μεταξύ αυτών βεβαίως και η Ελλάδα, για να προσαρμόσουν καταλλήλως τη δημοσιονομική τους πορεία.
Ταυτόχρονα, δε, με αυτό το «γερμανικό μπλόκο» στη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, το Βερολίνο προωθεί, διαμέσου της Κομισιόν, μία ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη «απάντηση» στις ενεργειακές επιδοτήσεις που θέσπισαν οι ΗΠΑ για την εκεί επιχειρηματική κοινότητα.
Στο πακέτο φρέσκου χρήματος ύψους σχεδόν μισού τρισ. δολαρίων σε νέες δαπάνες και φορολογικές ελαφρύνσεις, που προωθούν οι ΗΠΑ με ορίζοντα δεκαετίας για την εκεί «πράσινη» επιχειρηματική κοινότητα και στο ενδεχόμενο απώλειας του όποιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος διαθέτει η Ευρώπη, η Κομισιόν «απάντησε» χθες με πρόταση για την παροχή δημόσιας χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο αλλά και με τα «ρέστα» των REPowerEU, InvestEU και του Ταμείου Καινοτομίας, εκτιμώμενου ύψους 380 δισ. ευρώ, με στόχο την ενίσχυση της «πράσινης οικονομίας» στην ΕΕ.
Πρόκειται βεβαίως για μία πλάνη. Την ίδια ώρα που η Γερμανία και οι συν αυτή μπλοκάρουν ενδεχόμενη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ για κράτη-μέλη με υψηλό χρέος, τάσσονται υπέρ της δυνατότητας απευθείας κρατικών ενισχύσεων (που ήταν ανάθεμα έως τώρα για την ΕΕ) για όσα κράτη-μέλη έχουν τη δημοσιονομική ικανότητα να τις χορηγήσουν. Με άλλα λόγια, ευνοώντας τις ισχυρές οικονομίες της ευρωζώνης και συνολικά της ΕΕ, όπως η γερμανική και η γαλλική.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αρκετοί κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της επικεφαλής ανταγωνισμού της ΕΕ, Μ. Βεστάγκερ, προειδοποιούν ότι η υπερβολική εθνική υποστήριξη στις εταιρείες θα μπορούσε να θέσει σε μειονεκτική θέση τα κράτη-μέλη με λιγότερη δημοσιονομική ικανότητα. Μεταξύ αυτών και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, ο οποίος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων, λέγοντας ότι :«Εάν δεν είμαστε προσεκτικοί, υπάρχει κίνδυνος να αυξηθούν οι οικονομικές και κοινωνικές αποκλίσεις και οι περιφερειακές αποκλίσεις σε ολόκληρη την Ένωση».
Περαιτέρω «οικονομικές και κοινωνικές αποκλίσεις», όμως, σημαίνουν απλά ότι η Ευρώπη θα κάνει βήματα πίσω αντί για βήματα εμπρός. Η ισχυρή Γερμανία και συνολικά ο ευρωπαϊκός Βορράς θα είναι σε θέση να ενισχύσουν οικονομικά την επιχειρηματική τους κοινότητα, «πράσινη» ή μη, ενώ τα κράτη-μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος απλά δεν θα είναι σε θέση να ακολουθήσουν.
Όλα αυτά, υπό το φως της ισχύος της γερμανικής οικονομίας και της επιρροής που αυτή ασκεί σε σειρά κρατών-μελών της ΕΕ και της ευρωζώνης. Αποκλίσεις έναντι συγκλίσεων και επικράτηση του νόμου του ισχυροτέρου;