Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με βεβαιότητα αντίστοιχη εκείνης που θέλει τον ήλιο να ανατέλλει καθημερινά από το ίδιο σημείο του ορίζοντα, σήμερα θα ακούσουμε τους δύο κυριότερους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής του τόπου να επαναλαμβάνουν εαυτούς σε ακόμη μία στείρα κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, αντίστοιχη εκείνων που αφειδώς μάς έχουν προσφέρει κατά το παρελθόν.
Πηγάζει, δε, αυτή η βεβαιότητα τόσο από την πλήρη απουσία παρεκκλίσεων από αυτή τους την κοινοβουλευτική πρακτική όσο και από τη στάση που έχουν τηρήσει έως τώρα, έκαστος από το μετερίζι του, στην υπόθεση των υποκλοπών.
Έτσι, λοιπόν, σε μία αντιπαράθεση η οποία αναμένεται ούτως ή άλλως να επεκταθεί επί παντός του επιστητού και να μην αφορά μόνον το πλαίσιο που ορίζεται από την υπόθεση των υποκλοπών, οι πολίτες αυτού του τόπου δεν αναμένεται να ακούσουν, φερειπείν, πώς είναι δυνατόν να ισχυροποιηθούν οι θεσμοί της πατρίδας μας ώστε να μην είναι τόσο ευχερής η παρακολούθηση πέντε ανώτερων αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένου του Α/ΓΕΕΘΑ και ενός υπουργού και όταν η παρακολούθηση αυτή γίνεται γνωστή να «μην ανοίγει μύτη».
Όπως αντίστοιχα, δεν θα μάθουν οι πολίτες αυτού του τόπου τους λόγους -εθνικού συμφέροντος ή μη- για τους οποίους έγιναν αυτές οι παρακολουθήσεις ή τα αίτια για τα οποία αυτές συνεχίστηκαν επί τόσο μακρόν.
Με άλλα λόγια, αυτό το οποίο θα παρακολουθήσουμε για ακόμη μία φορά, θα είναι, σε ό,τι αφορά στον κ. Τσίπρα, η αξιοποίηση της τρέχουσας συγκυρίας για την αποκόμιση πολιτικού οφέλους, όπως έχει πράξει τόσες φορές κατά το παρελθόν, και σε ό,τι αφορά στον κ. Μητσοτάκη, η επανάληψη της θέσης ότι η κυβέρνηση νίπτει τας χείρας της σε αυτή την υπόθεση, στην οποία έχει επιληφθεί πλέον η δικαιοσύνη.
Όπως επίσης θα ακούσουμε ότι έγιναν ήδη οι αναγκαίες και απαραίτητες νομοθετικές παρεμβάσεις, πέρυσι τον Δεκέμβριο, με τις νέες ρυθμίσεις για τη λειτουργία της ΕΥΠ, οι οποίες θα καταστήσουν αδύνατο ή εντέλει δυσχερέστερο το έργο τυχόν ανεξέλεγκτων κυκλωμάτων που δρουν εντός της ΕΥΠ.
Ε, λοιπόν, φίλτατοι, δεν αρκούν όλα αυτά. Δεν αρκούν ώστε να πείσουν την κοινή γνώμη ούτε ότι οι θεσμοί αυτού του τόπου είναι όντως ανεξάρτητοι και μπορούν να διεκπεραιώνουν τον ρόλο τους δίχως επιρροές εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας ή τρίτων, ούτε ότι ο εκάστοτε ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου υπόκειται σε κάποιου είδους λογοδοσία, σχετικά με τις πράξεις ή παραλείψεις του, πέραν εκείνης της λαϊκής βούλησης ανά τετραετία.
Δεν αρκούν, δε, διότι είναι σαφές πως στη χώρα μας η διάκριση των εξουσιών είναι συχνά δυσδιάκριτη, δεδομένου ότι η εκτελεστική εξουσία ορίζει -εκ του Συντάγματος- την ηγεσία της δικαστικής, αλλά και -εκ της πρακτικής- τη βούληση της νομοθετικής.
Έτσι, λοιπόν, όσο θα ακούμε, σήμερα μετά το μεσημέρι, τους πολιτικούς αρχηγούς και συγκεκριμένα τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα να μιλούν, ο μεν πρώτος για το Ειδικό Δικαστήριο που αφορά τον στενότερο συνεργάτη του ετέρου, ο δε τελευταίος για την αμετάκλητη ενοχή του πρώτου στην υπόθεση των υποκλοπών, ας έχουμε στο μυαλό την απόσταση που έχει ακόμη να διανύσει αυτός ο τόπος έως ότου μπορέσει να θεωρηθεί «κανονικός», κατά τα δυτικά πρότυπα.
Ένας τόπος, δηλαδή, όπου η δικαιοδοσία ενός εκάστου των θεσμών, φερειπείν της ΑΔΑΕ και της τακτικής δικαιοσύνης, είναι διακριτή και όπου υφίσταται όντως έλεγχος και για τους διοικούντες.
Όποιοι κι αν είναι αυτοί.