Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από τη χορεία των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, καταστατικός τρόπος και διαδικασία για την αποπομπή της Τουρκίας ή οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους δεν υφίσταται.
Αυτό που υπάρχει, ωστόσο, στο διεθνές δίκαιο, ως υπέρτατη βάση, είναι η έννοια του “Contrarius consensus”, η οποία εν πολλοίς οδηγεί στη λύση οποιασδήποτε «ένωσης», όπως φερειπείν ένα διεθνές συμμαχικό σύμφωνο, χάρη στη βούληση των δύο μερών.
Δηλαδή στη λύση της σχέσης δια της από κοινού αντιθέτου θελήσεως, όπως εξηγούν έγκριτοι νομικοί κύκλοι. Προσθέτουν, δε, σε όρους πλέον real politik, ότι ακόμη κι αν αυτή «η από κοινού αντίθετη βούληση» απουσιάζει, εξοβελισμός μπορεί να υπάρξει -εάν υπάρχει η πολιτική βούληση ως προς αυτό- απλώς με την υπόμνηση της ισχύος των κρατών-μελών και των επιπτώσεων που αυτή μπορεί να προκαλέσει στο… εκδιωκόμενο μέλος.
Αυτό το οποίο διαπιστώνεται, δε, αργά αλλά σταθερά, είναι η σταδιακή διαμόρφωση αυτής της «αντιθέτου βουλήσεως» υπό το φως της τροπής που λαμβάνουν τα πράγματα με την Τουρκία.
Κάτι το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τον υπουργό Άμυνας της γείτονος Χουλουσί Ακάρ, ο οποίος έσπευσε πρόσφατα να αναφωνήσει: «Αδιανόητο ένα ΝΑΤΟ χωρίς την Τουρκία».
Για την ακρίβεια, στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στους Financial Times, δήλωσε ότι: «Ένα ΝΑΤΟ χωρίς την Τουρκία είναι αδιανόητο. Είμαστε ένα δοκιμασμένο έθνος, ένας δοκιμασμένος στρατός που δεν θα ενεργούσε κατά τρόπο που θα ερχόταν σε αντίθεση με τις συμμαχίες μας. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». Όλα αυτά, δε, στον απόηχο ακριβώς αυτών των ανησυχιών που τρέφει πλέον τμήμα του δυτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως σειράς κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, ως προς την απομάκρυνση της Τουρκίας από τις αρχές και αξίες της Δύσης.
Δεν είναι μόνον ο αναθεωρητικός ρόλος που διαδραματίζει η γείτονα με τη στρατιωτική της παρουσία σε ενεργά ή μη μέτωπα, από το Αζερμπαϊτζάν έως τη Λιβύη, τη Συρία, το Ιράκ και αλλού, ή η στάση της ως προς τη Φινλανδία και τη Σουηδία.
Δεν είναι μόνον η ενεργός απειλή πολέμου που θέτει εναντίον της χώρας μας και οι συνεχείς παραβιάσεις της ελληνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων ή η προμήθεια οπλικών συστημάτων όπως οι S-400 από τη Ρωσία ή, βεβαίως, η κατάρρευση του κράτους δικαίου στη γείτονα, με τις σωρηδόν φυλακίσεις διαφωνούντων ως προς το καθεστώς Ερντογάν, που οδηγούν στη διαμόρφωση αυτής της πολιτικής βούλησης.
Κυριότερα, σημείο αφύπνισης ως προς τη σταδιακή απομάκρυνση και εντέλει αποπομπή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ συνιστά η συνεχιζόμενη άρνηση του σημαντικότερου -από πλευράς στρατιωτικής και λοιπής ισχύος- κράτους-μέλους, των ΗΠΑ, να προμηθεύσουν με εξοπλισμούς τη γείτονα. Μία χώρα η οποία έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και γειτνιάζει με σειρά κρατών τα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ των κυριότερων απειλών κατά του ΝΑΤΟ.
Υπό το φως δε, της εκπεφρασμένης αντίθεσης του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου Μπομπ Μενέντεζ στην προμήθεια αεροσκαφών F16 προς την Τουρκία, το κυοφορούμενο αίτημα του Λευκού Οίκου θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως τακτικός ελιγμός. Αλλά η συζήτηση περί αυτού δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί...
Ο ειδικός ρόλος της Τουρκίας και το γεωστρατηγικό της βάρος είναι προφανές εδώ και δεκαετίες και βεβαίως εξακολουθεί να ισχύει σε τυχόν ενεργοποίηση του άρθρου 5 της Συνθήκης ΝΑΤΟ, περί στρατιωτικής συνδρομής. Όμως οι αμφιβολίες που έχει κατορθώσει να εκθρέψει η γείτονα μεταξύ των συμμάχων της, με την αμφίσημη πολιτική που ακολουθεί, ως προς τη στάση που θα τηρήσει σε μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και άμεσης παρέμβασης των δυνάμεων του ΝΑΤΟ κατά οποιασδήποτε απειλής, προερχόμενης φερειπείν από τη Ρωσία, τρέφει και τις τάσεις απομάκρυνσης της συγκεκριμένης χώρας από τη συμμαχία.
Θα είναι, ωστόσο, μία μακρά διαδικασία, η οποία θα εξαρτηθεί, εντέλει, από τη στάση της ίδιας της Τουρκίας.