Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το εύλογο ερώτημα σε σχέση με τον ισχυρισμό του υφυπουργού Παιδείας Άγγελου Συρίγου ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδος να ικανοποιηθούν, μακροπρόθεσμα, τα αιτήματα της Τουρκίας προς τις ΗΠΑ αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό και τη διεύρυνση του στόλου των αεροσκαφών F-16 που αυτή διαθέτει, είναι ένα: Γιατί;
Σύμφωνα με τον ίδιο, η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι διότι «… θέλουμε να ελέγχεται από τη Δύση…».
Κατά το σκεπτικό που ανέπτυξε μιλώντας στην ΕΡΤ: «Εμείς θέλουμε η Τουρκία να πάρει F-16. Όχι τώρα, σε βάθος χρόνου. Γιατί θέλουμε να ελέγχεται από τη Δύση. Φανταστείτε μια Τουρκία, η οποία έχει ρωσικά οπλικά συστήματα… δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει κανένας στην επιθετικότητά της έναντι ημών. Ενώ τώρα, συγκρατείται ως έναν βαθμό….».
Ωστόσο, εάν κρίνουμε τόσο από τις πράξεις της Τουρκίας επί του πεδίου όσο και από τη ρητορική που αναπτύσσει η γείτονα, το σκεπτικό του κ. Συρίγου δεν αντέχει σε ιδιαίτερη κριτική. Η Τουρκία σε καθημερινή βάση απειλεί ευθέως την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος, μέσω παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου ή ακόμη και υπερπτήσεων ελληνικών νήσων, καθώς και μέσω των διεκδικήσεών της έναντι αυτών των νήσων, στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο.
Τόσο η υπόθεση του τουρκολιβυκού μνημονίου όσο και η ρητορική που αναπτύσσει η γείτονα περί του δικαιώματος της Ελλάδος να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα ακόμη και στην Κρήτη, πιστοποιούν του λόγου το αληθές.
Ο τουρκικός νόμος δε περί casus belli που ισχύει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στέκει ως τρανή απόδειξη ότι η Τουρκία δεν είναι δυνατόν να λογίζεται ως σύμμαχος χώρα, δεδομένου ότι έχει ενσωματώσει την απειλή πολέμου κατά της πατρίδας μας στη νομοθεσία της.
Άρα, το ερώτημα παραμένει: Προς τι ο ισχυρισμός του φίλτατου κ. Συρίγου; Αποτελεί τμήμα της λεγόμενης «εθνικής γραμμής» ως προς το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας; Προφανώς όχι. Επισήμως, από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης, υπάρχει αφωνία για το ζήτημα έως τώρα, ενώ από πλευράς ομογένειας στις ΗΠΑ η εκστρατεία “no jets for Turkey” αποτελεί τον κυριότερο στόχο.
Πρόκειται, δε, για έναν στόχο ο οποίος εξυπηρετείται άριστα χάρη και στη σύμπλευση με τις εθνικά συμφέρουσες θέσεις του γερουσιαστή και προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ, ο οποίος έχει αναχθεί -εν πολλοίς δικαίως- σε εθνικό ευεργέτη από την Αθήνα.
Για την ακρίβεια, οι θέσεις που διετύπωσε ο κ. Συρίγος προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ένα μέρος των οποίων διατύπωσε πρόσφατα δημοσίως και ο Έντι Ζεμενίδης, εκτελεστικός διευθυντής του Hellenic American Leadership Council (HALC).
Σε περίπτωση, δε, που όντως η Τουρκία μεταπηδούσε στρατόπεδο, εγκαταλείποντας τη Δύση και το ΝΑΤΟ και βρισκόταν στην «αντίθετη όχθη» όπως αυτή διαμορφώνεται μεταξύ Ρωσίας, Κίνας, Ιράν και άλλων κρατών, πού ακριβώς θα εντοπιζόταν το πρόβλημα για την Ελλάδα, όπως διατείνεται ο κ. Συρίγος; Δεν θα είχε την πλήρη στήριξη των συμμάχων της, κρατών-μελών του ΝΑΤΟ;
Θα αποτολμούσε μία τρίτη χώρα, όπως θα ήταν η Τουρκία, να αντιπαρατεθεί με την πλήρη συμμαχική ισχύ, χάρις των όποιων επιδιώξεών της, όταν ούτε καν μία υπερδύναμη όπως η Ρωσία ή η Κίνα δεν το τολμούν, παρά τις όποιες αναθεωρητικές τους διαθέσεις;
Εάν, όμως, ευσταθούν όλα αυτά, φίλτατοι, τότε το ερώτημα παραμένει: «Γιατί;».
Σε τι και ποιον ακριβώς εξυπηρετούν οι ισχυρισμοί Συρίγου, οι οποίοι βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με όσα αόκνως πράττει υπέρ των εθνικών συμφερόντων η ομογένειά μας στις ΗΠΑ;