Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Τι είναι προτιμότερο για το κυβερνών κόμμα; Να βαδίσει στις εκλογές με τους μικρομεσαίους μαζί του ή απέναντί του; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βοηθά στην ερμηνεία της πρωθυπουργικής εξαγγελίας περί διατήρησης του πλαφόν του 3% στις επαγγελματικές μισθώσεις, για ακόμη ένα χρόνο.
Όπως επίσης βοηθούν και τα εύσημα που απέσπασε η κυβέρνηση για τη συγκεκριμένη απόφαση από σύσσωμη την επιμελητηριακή κοινότητα.
Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, το πραγματικό κόστος αυτής της απόφασης -και όχι το πολιτικό- το επωμίζονται άλλοι: οι ιδιοκτήτες των ακινήτων.
Το κακό γίνεται ακόμη χειρότερο εάν αναλογιστούμε -όπως μας θύμισε χθες η ΠΟΜΙΔΑ- ότι πρόκειται για μία απόφαση που λαμβάνεται ενώ ήδη «τρέχουν» βαρύτατα φορολογικά μέτρα, όπως η κλίμακα φορολογίας ενοικίων, που φθάνει δίχως αφορολόγητο, από το 15% έως και το 45% των εσόδων καθώς και του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος παρά τις αλλαγές που υπήρξαν, εξακολουθεί να έχει δημευτικά χαρακτηριστικά για περιουσιακά στοιχεία άνω των 400.000.
Αντίστοιχα, «τρέχουν» σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων στεγαστικών δανείων καθώς και μία σειρά από άλλες δαπάνες, όπως η υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, επί ποινή εξαέρωσης της αξίας τους! Ας αφήσουμε δε τον πληθωρισμό, ο οποίος «χτυπά» τους πάντες!
Υπό το φως όλων αυτών, πώς προχώρησε η κυβέρνηση, δίχως ίχνος πρότερης διαβούλευσης με την πλευρά των ιδιοκτητών, στην παράταση του πλαφόν του 3% στις επαγγελματικές μισθώσεις για ακόμη ένα χρόνο;
Μήπως ήταν οι απόλυτοι αριθμοί των εμπλεκομένων που βάρυναν στην εξίσωση; Ήταν για παράδειγμα ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σε ποσοστό 95% έως και 98%, χαρακτηρίζονται ως μικρομεσαίες;
Ήταν, επίσης για παράδειγμα, το ενδεχόμενο, η απελευθέρωση των ενοικίων των επαγγελματικών μισθώσεων να οδηγούσε σε μία νέα γενιά λουκέτων και άρα αύξησης της ανεργίας και της κοινωνικής δυσαρέσκειας που τη συνοδεύει, πράγμα μάλλον επικίνδυνο υπό τις παρούσες εκλογικές περιστάσεις;
Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι κατά πάσα βεβαιότητα καταφατικές. Γεγονός που εξηγεί τη σκοπιμότητα της πρωθυπουργικής εξαγγελίας. Όμως, δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση προχώρησε στη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου όχι με λεφτά του προϋπολογισμού, τα οποία έχει εξουσιοδοτηθεί να διαχειρίζεται, αλλά με λεφτά των ιδιοκτητών ακινήτων. Δηλαδή, με την τσέπη του άλλου.
Διότι είναι -ενδεχομένως- απολύτως θεάρεστο να ασκεί η εκάστοτε κυβέρνηση κοινωνική πολιτική υπέρ της μίας ή της άλλης τάξης, όμως εντέλλεται να το πράξει με χρήματα όλων των φορολογουμένων πολιτών, όπως αυτά αποτυπώνονται στον προϋπολογισμό. Όχι μειώνοντας αυθαίρετα τα εισοδήματα της μίας ή της άλλης τάξης, εν προκειμένω των ιδιοκτητών επαγγελματικών ακινήτων. Ας μην μπούμε, δε, στο σημείο αυτό, σε μία συζήτηση περί του εύρους της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα. Είναι ένα απολύτως συναφές θέμα, όμως, δεν μας βοηθά στην ερμηνεία της συγκεκριμένης απόφασης, δεδομένου ότι τα ενοίκια εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα των εταιρειών και άρα -κατά κανόνα- δηλώνονται πλήρως.
Έτσι, όπως τόσες φορές κατά το παρελθόν, κατά τον ίδιο τρόπο και τώρα, οι ιδιοκτήτες ακινήτων υπήρξαν το εύκολο θύμα αυτής της υπόθεσης.
Αριθμητικά αποτελούν ένα μικρότερο υποσύνολο εκείνου των μικρομεσαίων και βεβαίως δεν απασχολούν αντίστοιχο αριθμό υπαλλήλων. Οδεύοντας προς τις εκλογές, λοιπόν, στο πλευρό ποιου συμφέρει την κυβέρνηση να βρεθεί;