Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ο διάβολος, ως γνωστόν, κρύβεται συχνά στις λεπτομέρειες.
Έτσι, λοιπόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Γ' Τμήμα) με την απόφασή του για τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς που είδε χθες το φως της δημοσιότητας δεν έκρινε περί της ορθότητας ή μη της εφαρμογής του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων στις δομές υγείας.
Επ’ αυτού, όπως μας θύμισε χθες ο υπουργός Υγείας Θ. Πλεύρης, έχει ήδη αποφανθεί θετικά η Ολομέλεια του ΣτΕ. Αυτό το οποίο το Γ' Τμήμα του ΣτΕ έκρινε ως μη συνταγματικό, δεδομένου ότι υπερβαίνει την αρχή της αναλογικότητας, είναι η παράταση μέχρι 31-12-2022 του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας.
Σύμφωνα με όσα έχουν δει, μέχρι στιγμής, το φως της δημοσιότητας, βάσει της απόφασης κρίνεται ότι κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε ο ν. 4917/2022 (31-3-2022) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα 8 και πλέον μηνών από τη λήψη του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας, δηλαδή «διάστημα που λόγω της φύσεως του μέτρου και των συνεπειών του υπερβαίνει προδήλως το εύλογο, χωρίς, ωστόσο, να έχει διενεργηθεί επαναξιολόγησή του, βάσει επίκαιρων, κατά τον χρόνο εκείνο, επιστημονικών και επιδημιολογικών στοιχείων, για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και την πορεία και την εξέλιξη της πανδημίας».
Με άλλα λόγια, τι μας είπε το ΣτΕ; Ότι το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο Υγείας δεν έκανε τη δουλειά του. Ποια ήταν η δουλειά του; Να αξιολογήσει εκ νέου την κατάσταση βάσει των τελευταίων διαθέσιμων στοιχείων και να κρίνει, τότε και μόνον τότε, κατά πόσον ήταν απαραίτητη η παράταση του συγκεκριμένου μέτρου. Το έκανε; Προφανώς όχι, όπως μας λέει το ΣτΕ!
Αν και χθες ο φίλτατος κ. Πλεύρης δεν τοποθετήθηκε επ’ αυτής της απόφασης, υποστηρίζοντας ότι επιφυλάσσεται έως ότου δημοσιευτεί πλήρως και εκτιμηθεί στο σύνολό της, δύο τινά προκύπτουν, κατά πάσα βεβαιότητα, από τη συγκεκριμένη απόφαση του ΣτΕ.
Πρώτον, όπως ήδη είπαμε, ότι ο κ. Πλεύρης δεν έκανε τη δουλειά του, τουλάχιστον κατά το συγκεκριμένο σκέλος.
Δεύτερον, ότι αποφάσισε ελαφρά τη καρδία, την παράταση ενός μέτρου το οποίο αφενός θέτει εκτός εργασίας χιλιάδες ανεμβολίαστους υγειονομικούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για την επιβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους όσο και για την επάρκεια του ΕΣΥ να αντιμετωπίζει καθημερινές και έκτακτες ανάγκες.
Πέραν, δε, όλων αυτών εμφανίζεται να έλαβε δίχως την απαραίτητη βάσανο μία απόφαση η οποία άπτεται, πρωτίστως, της δημόσιας υγείας.
Εάν, όμως, είναι όντως έτσι τα πράγματα, ίσως μία «ψυχή» θα όφειλε να αναρωτηθεί εάν ο συγκεκριμένος υπουργός εξακολουθεί να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης με την οποία τον έχει περιβάλει έως τώρα.
Διότι, πώς να το κάνουμε, φίλτατοι. Η χθεσινή απόφαση του Γ’ Τμήματος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου ανατρέπει μία απόφαση της διοίκησης η οποία είναι βαρύνουσας σημασίας για το κοινωνικό σύνολο. Το πράττει, δε, επικαλούμενη ένα θεμελιώδες επιχείρημα, περί της απουσίας της προσήκουσας προσέγγισης του ζητήματος από τις αρμόδιες αρχές.
Δεν πρόκειται περί μίας πρόσκαιρης αβλεψίας, ενός φευγαλέου λάθους ή μίας παρόρμησης, εάν υποθέσουμε ότι «δικαιούται» να υποπίπτει σε ατοπήματα του είδους ένας υπουργός.
Πρόκειται περί της απόφασης να παραμείνουν εκτός εργασίας πολλές χιλιάδες υγειονομικοί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ΕΣΥ, τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Πρόκειται, δηλαδή, για μία καθαρά πολιτική απόφαση, η οποία, κατά την κρίση του ΣτΕ, ελήφθη περίπου «στο πόδι».