Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η επιχείρηση ανάκτησης πρωτοβουλίας πολιτικών κινήσεων, στην οποία επιδόθηκε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι απόλυτα κατανοητή αλλά και λογική, υπό το βάρος των περιστάσεων.
Η κυβέρνησή του και ο ίδιος προσωπικά εμφανίζονται να βάλλονται στο ζήτημα των υποκλοπών και μολονότι δεν έχουν παρουσιαστεί ακόμη στοιχεία που να τεκμηριώνουν τις καταγγελίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πολιτικό κόστος μπορεί να αρχίσει να σωρεύεται.
Έτσι, λοιπόν, στη διάρκειας περίπου μίας ώρας ομιλία του ενώπιον κομματικού ακροατηρίου χθες, ο κ. Μητσοτάκης παρέθεσε τα οφέλη που δημιουργεί για τους πολίτες η κυβερνητική πολιτική, επιτέθηκε μετωπικά στην αντιπολίτευση και προέταξε, ευθέως, εαυτόν, καλώντας το εκλογικό σώμα να επιλέξει μεταξύ του ιδίου και του κ. Τσίπρα, στο πλαίσιο μίας καθαρής λύσης που θα δώσει αυτοδυναμία στη ΝΔ.
Για το «ψητό» της υπόθεσης, ωστόσο, το ζήτημα των υποκλοπών και τα δημοσιεύματα που θέλουν μία πλειάδα πολιτικών, δημοσιογράφων, ηθοποιών και άλλων να τελούν υπό παρακολούθηση, ακολούθησε την απολύτως θεσμική οδό. Όπως είπε, την υπόθεση έχει αναλάβει να διαλευκάνει η Δικαιοσύνη. «Δεν υπάρχει άλλο καταφύγιο στις δημοκρατίες από τη Δικαιοσύνη», τόνισε χαρακτηριστικά.
Εδώ, όμως, είναι που τα πράγματα πάσχουν. Διότι όσο θεμιτή και απολύτως απαραίτητη κι αν είναι η καταφυγή στη Δικαιοσύνη για τη διαλεύκανση οποιασδήποτε υποθέσεως αυτού του είδους, άλλο τόσο σαφές είναι ότι η συγκεκριμένη οδός στην Ελλάδα εγκυμονεί μακρές χρονικές καθυστερήσεις έως ότου καταλήξει. Καθυστερήσεις οι οποίες παρατείνουν το πέπλο αδιαφάνειας που καλύπτει σήμερα τα πολιτικά πράγματα του τόπου σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ένα πέπλο που δεν φρόντισαν να άρουν ούτε καν οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, οι οποίες ασχολήθηκαν με το ζήτημα των υποκλοπών, αρνούμενες να καλέσουν καίρια πρόσωπα, που φέρονται ως εμπλεκόμενα στην υπόθεση, να καταθέσουν. Αντίθετα η κυβερνητική πλειοψηφία τάχθηκε κατά της κλήτευσης αυτών των προσώπων, οι καταθέσεις των οποίων θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να φωτίσουν περισσότερο την υπόθεση.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο κ. Μητσοτάκης δεν έκανε χθες το ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός, που απαιτείται από κάποιον στη θέση του. Επαναπαυόμενος στο χιλιοειπωμένο «όλα στη Δικαιοσύνη», ουσιαστικά έδωσε έναν μακρύ χρονικό ορίζοντα στη διαλεύκανση της υπόθεσης, ενώ ο ο προεκλογικός χρόνος ήδη μετρά και η χώρα οδεύει προς τις κάλπες εντός του πρώτου εξαμήνου του επόμενου έτους.
«Τι διαφορετικό θα μπορούσε να πράξει» ίσως αναρωτηθείτε, κατά τρόπο απολύτως λογικό, όταν είναι σαφές ότι παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη είναι αδιανόητες για μία συντεταγμένη δημοκρατία.
Η απάντηση είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ελάχιστα, πέραν της διασφάλισης ότι η Δικαιοσύνη θα μπορέσει, απερίσπαστη, να επιτελέσει το καθήκον της. Αυτά, όμως, είναι τα επίχειρα των μέχρι τούδε επιλογών της χώρας μας.
Όταν ένας εκ των κυριότερων θεσμών του πολιτεύματος και μία εκ των τριών διακριτών εξουσιών, αυτή της Δικαιοσύνης, σπεύδει τόσο βραδέως στο ραντεβού της με τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, τότε η χώρα είναι καταδικασμένη σε κάθε είδους διασυρμούς και τοξικότητες, όπως αυτές που χαρακτήρισαν την υπόθεση της Novartis και όπως χαρακτηρίζουν σήμερα την υπόθεση των υποκλοπών.
Αυτό όμως είναι μέρος του κόστους της απουσίας μεταρρυθμίσεων στον τομέα. Όπως επίσης μέρος του είναι και η πιθανή απώλεια εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών, στην αποτελεσματικότητα αυτής της διαδικασίας.
Όμως αυτό είναι το πεδίο σήμερα στη χώρα μας και σε αυτό πρέπει να κινηθούμε. Οφείλουμε, όμως, να θυμόμαστε ότι μετά την απομάκρυνση εκ του (εκλογικού) ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται…