Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Δεν γνωρίζουμε το κόστος των εθνικών διχασμών στην πατρίδα μας; Δεν το έχουμε βιώσει επανειλημμένως και δεν εξακολουθούμε να υφιστάμεθα -ακόμη και σήμερα- τις επιπτώσεις του;
Σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο κι αν ανατρέξουμε, είτε στον αγώνα της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό, είτε στη Μικρασιατική Καταστροφή, είτε στον εμφύλιο πόλεμο που ταλάνισε τη χώρα μας έως το 1949, τα επίχειρα αυτού του διχασμού εξακολουθούν να βαρύνουν στον εθνικό βίο και να παραμένουν οδυνηρά αισθητά.
Έτσι λοιπόν, εάν μέτρο συνειδητότητας αυτού του γεγονότος είναι η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου στον τόπο μας, όχι μόνον επί ζητημάτων αιχμής όπως οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις αλλά και επί της καθημερινότητας, τότε οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η ιστορική μνήμη είναι ιδιαίτερα βραχεία.
Όσο κι αν η πόλωση εμφανίζεται να εξυπηρετεί τις σκοπιμότητες των κομμάτων που κατέρχονται στις επικείμενες εκλογές και να αποτελεί σύνηθες καταφύγιό τους σε προεκλογικές περιόδους, είναι το χειρότερο συστατικό για την αντιμετώπιση εθνικών κινδύνων, όπως αυτοί που ορθώνονται σήμερα έναντι της Ελλάδας.
Ουδέποτε κατά την πρόσφατη ιστορία μας, ούτε καν κατά τις αποφράδες ημέρες του 1974, οπότε σημειώθηκε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δεν υπήρξαν τόσο ευθείες απειλές κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της πατρίδας μας από τη γείτονα.
Όταν πρώτο και τελευταίο μέλημα, σε ημερήσια βάση, του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται να είναι η διατύπωση απειλών κατά της χώρας μας, με χαρακτηριστικότερη την διαβόητη «θα έρθουμε βράδυ» και όταν κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Τουρκία διαγκωνίζονται ποιος θα εξαπολύσει πρώτος πυρά κατά της Ελλάδος, προς τι το κλίμα ακραίας πόλωσης στην ελληνική πολιτική σκηνή;
Δεν αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο ή απλά επιλέγουμε την τακτική της στρουθοκαμήλου;
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, από την προσπάθεια δημιουργίας γκρίζων ζωνών κατά το παρελθόν, έχει αναβαθμιστεί ποιοτικά και αφορά πλέον στην ευθεία και απροκάλυπτη διεκδίκηση εδαφών και υπ’ αυτό το φως είναι πρωτοφανής για τα έως τώρα δεδομένα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ανεξαρτήτως, δε, των αιτίων του, δικαιολογεί κάθε ανησυχία εκ μέρους της Ελλάδας και καθιστά την παρούσα συγκυρία ιδιαίτερα «ύποπτη» ως προς το ενδεχόμενο είτε ενός θερμού επεισοδίου είτε μεγαλύτερης κλιμάκωσης. Υπ’ αυτό το πρίσμα, απαιτεί συνθήκες εθνικής ομοψυχίας και αποφασιστικότητας στην αντιμετώπιση αυτής της εθνικής απειλής.
Προφανώς οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου δεν καλούνται να σιωπήσουν ως προς την αντιπολιτευτική τους ρητορική. Οφείλουν, όμως, να αποδεικνύουν διαμέσου αυτής της ρητορικής ότι παραμένουν διατεθειμένες να μοιραστούν το τραπέζι του διαλόγου με την κυβέρνηση, σε περίπτωση που οι περιστάσεις το απαιτήσουν.
Για την ακρίβεια, ενδεχομένως οι παρούσες περιστάσεις να αποτελούν την πλέον πρόσφορη ευκαιρία για την αναβάθμιση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής αλλά και του ρόλου του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, με τη δημιουργία ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Πρόκειται για έναν θεσμό ο οποίος υφίσταται στην πλειονότητα των ισχυρών κρατών του πλανήτη, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης και στεγάζει έναν συνδυασμό πολιτικών, στρατιωτικών και τεχνοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες συμβουλεύουν τους κυβερνώντες επί ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής. Κυριότερα, δε, δημιουργούν όρους διαφάνειας και διάχυσης πληροφόρησης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, καλύπτοντας αναγκαίο έδαφος για την εξασφάλιση συναίνεσης μεταξύ τους.
Είναι η Ελλάδα αρκετά ώριμη για έναν θεσμό αυτού του είδους ή θα «χαθεί» βλέποντας το δέντρο των εκλογών και χάνοντας το δάσος της τουρκικής απειλής;