Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η ικανοποίηση με την οποία περιέβαλε ο υπουργός των Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, την διαβεβαίωση του Κινέζου ομολόγου του, Γουάνγκ Γι, ως προς την υποστήριξη της Κίνας στην εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, είναι εύλογη. Ιδίως στους παρόντες χαλεπούς καιρούς.
Το ειδικό βάρος της Κίνας ως υπερδύναμης, μέλους του Σ.Α. του ΟΗΕ και δεύτερης από πλευράς μεγέθους οικονομίας στον πλανήτη, δικαιολογεί απολύτως αυτήν την ικανοποίηση.
Η εξασφάλιση όμως αυτής της στήριξης εδράζεται και στην ελληνική θέση υπέρ του «One China policy», της «Πολιτικής της Μίας Κίνας», όπως ονομάζεται ένα αμερικανικό εφεύρημα, το οποίο ασπάζεται και η ΕΕ, ώστε να είναι σε θέση να διατηρεί ομαλές διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα.
Το «One China policy» συνιστά την αναγνώριση της θέσης της Κίνας ότι υφίσταται μόνον μία κινεζική κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, ότι η «Δημοκρατία της Κίνας», όπως ονομάζεται επισήμως η Ταϊβάν, δεν υφίσταται, ούτε φυσικά η κυβέρνηση της Ταϊπέι.
Διαφέρει δε παρασάγγας η «Πολιτικής της Μίας Κίνας» από την «Αρχή της Μίας Κίνας» (One China principle) βάσει της οποίας η Κίνα θεωρεί ότι η Ταϊβάν είναι αναπόσπαστο τμήμα της (ηπειρωτικής) Κίνας με την οποία πρέπει μελλοντικά να επανενωθεί.
Πρόκειται για ακριβώς αυτήν την πολιτική την οποία η Κίνα επιχειρεί να εφαρμόσει εκτελώντας αεροναυτικές ασκήσεις πέριξ της Ταϊβάν, εκτοξεύοντας πυραύλους, πραγματοποιώντας υπερπτήσεις και ούτω καθ’ εξής, σε ένδειξη αντίδρασης για την πρόσφατη επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, στη συγκεκριμένη χώρα.
Με άλλα λόγια, όντας ο “επιτιθέμενος” και εκείνος ο οποίος υιοθετεί το δίκαιο του ισχυροτέρου για την επίλυση των όποιων διαφορών του.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ταϊβάν στέκει σήμερα ως “ανεξάρτητο κράτος”, αναγνωρισμένο μόνον από άλλα 13 παγκοσμίως, επειδή προσέφερε καταφύγιο στο τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου στους ηττηθέντες εθνικιστές της Κουομιντάνγκ.
Εάν, όμως έχουν όντως έτσι τα πράγματα, τότε η Ελλάδα εμφανίζεται να τάσσεται στο πλευρό μίας χώρας η συμπεριφορά της οποίας ελάχιστα διαφέρει από εκείνην της γείτονός μας Τουρκίας, η οποία επίσης προτάσσει -στην πράξη – το δίκαιο του ισχυροτέρου για την εξασφάλιση των δικών της διεκδικήσεων.
Η Ελλάδα, βεβαίως, εξασφαλίζει δι αυτού του τρόπου την στήριξη που προσδοκά και η οποία έχει την ειδική της αξία, ιδίως, υπό τις παρούσες περιστάσεις. Το πράττει, όμως, στον απόηχο όσων συμβαίνουν στην Ουκρανία, στο πλευρό της οποίας επίσης τάχθηκε, στο πλαίσιο της απόφασής της να παραμείνει στην “σωστή πλευρά της Ιστορίας”. Στο πλαίσιο αυτό, επέλεξε επίσης να απεμπολήσει τις όποιες ιστορικές σχέσεις διέθετε με την Ρωσία, αποστέλλοντας οπλισμό και άλλα εφόδια στην Ουκρανία, καθώς έκρινε ότι η Μόσχα επιτιθέμενη στην Ουκρανία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και καταλύει την ανεξαρτησία και κυριαρχία ενός τρίτου κράτους.
“Όλα αυτά”, άραγε, δεν ισχύουν στην περίπτωση της Κίνας; Η πραγματοποίηση ναυτικών ασκήσεων ακόμη και εντός των χωρικών υδάτων της Ταϊβάν, δεν συνιστούν παραβίαση κυριαρχίας; Η πρόταξη της βίας ως μέσου διεκδίκησης συνάδει με τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου; Τα περί της καταδίκης των “απειλών χρήσης βίας” τι απέγιναν;
Φίλτατοι, προφανώς άριστα πράξαμε τασσόμενοι με το πλευρό της Ουκρανίας, όπως βεβαίως και της Κίνας, αν και για διαφορετικούς λόγους. Ας μην βαφτίζουμε όμως, το άσπρο – μαύρο, όπως κάνουν οι γείτονές μας, απλά επειδή... συμφέρει.
Θα το βρούμε μπροστά μας.