Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ότι η χώρα μας υποφέρει από δημογραφικής απόψεως δεν το πληροφορηθήκαμε από τα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού που διενεργήθηκε πέρυσι και δημοσιεύτηκαν πρόσφατα.
Ούτως ή άλλως αυτά τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η διαβόητη πλέον μείωση του πληθυσμού κατά 3,5% ή κατά 384.005 άτομα σε σύγκριση με την απογραφή του 2011, αφορούν στους μόνιμους κατοίκους της χώρας και όχι στο ισοζύγιο γεννήσεων - θανάτων, περί του οποίου το όλο ζήτημα.
Για αυτό το ισοζύγιο τα «μαύρα μαντάτα» τα γνωρίζουμε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5, φθάνοντας έως και το 1,23 το 1999 (έρευνα διαΝΕΟσις), όταν το όριο αναπλήρωσης θεωρείται ότι διαμορφώνεται στο επίπεδο των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα. Κάτω από αυτό το επίπεδο, ο πληθυσμός απλώς συρρικνώνεται.
Σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις για το δημογραφικό, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ότι θα είναι ανάμεσα σε 10 εκατ. (σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο) και τα 8,3 εκατ. (στο πιο απαισιόδοξο).
Το πού ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα από πλευράς γεννήσεων - θανάτων μπορούμε να το παρακολουθήσουμε τόσο από τα αθροιστικά αποτελέσματα της απογραφής, τα οποία αναμένεται να δημοσιευτούν το επόμενο διάστημα, όσο και από τις περιοδικές έρευνες που διεξάγει η ΕΛΣΤΑΤ, όπως αυτή για παράδειγμα του 2020, που κατέγραψε 83.628 γεννήσεις έναντι 124.101 θανάτων (μείωση κατά 40.473 άτομα), καταδεικνύοντας την έντονα αρνητική πλευρά του όλου θέματος.
Αυτό που κατέγραψε η τελευταία απογραφή, δε, μέσω της μείωσης του μόνιμου πληθυσμού κατά 3,5%, ήταν ένα μείγμα παραμέτρων το οποίο συμπεριελάμβανε π.χ. την εξωτερική μετανάστευση, δηλαδή τους Έλληνες που μετανάστευσαν την τελευταία δεκαετία μέσω του λεγομένου brain drain, αλλά και την εισερχόμενη μετανάστευση ανθρώπων οι οποίοι πληρούν τα στατιστικά κριτήρια ώστε να θεωρηθούν ως μονίμως διαμένοντες στη χώρα μας.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι και αυτό το ισοζύγιο αποδείχθηκε αρνητικό πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως ανησυχητικό, καθώς καταδεικνύει ότι η χώρα μας υπέφερε κατά αυτά τα χρόνια και έως έναν βαθμό συνεχίζει να υποφέρει, τόσο από πλευράς δείκτη αναπλήρωσης όσο και από πλευράς διατήρησης όσων ήδη βρίσκονται εν ζωή, στα εδάφη της. Η δε μείωση 3,5% αφορά στον μέσο όρο της επικράτειας, με το σχετικό ποσοστό να είναι σημαντικά χειρότερο σε επιμέρους περιφέρειες. (Συνημμένη η έρευνα).
Με άλλα λόγια, πέραν των μέτρων που έχουν ληφθεί από την παρούσα κυβέρνηση κατά της υπογεννητικότητας -και δεν είναι αμελητέα-, έμφαση πρέπει να δοθεί και σε αυτό που λέει συχνά μία ψυχή για τη δημιουργία «καλοπληρωμένων θέσεων απασχόλησης». Ενός τρόπου, δηλαδή, ώστε να μείνουν οι Έλληνες στην Ελλάδα.
Αν και το όλο ζήτημα δεν έγκειται μόνον στις «καλές» αποδοχές, καθώς αφορά και μία σειρά από άλλες παραμέτρους, όπως η φορολογία, το συγκριτικό επίπεδο διαβίωσης ή και «ηθικά κριτήρια» όπως η ύπαρξη ή η απουσία αξιοκρατίας, γεγονός παραμένει ότι η χώρα μας έχει ακόμη δρόμο να διανύσει έως ότου μπορέσει να αντιστρέψει πλήρως αυτές τις τάσεις και να οδηγηθεί σε ένα... brain gain.
Συνάμα, όμως, οφείλει να εστιάσει και στην αντιστροφή της υπογεννητικότητας, όπου μέτρα όπως αυτά που έχουν ήδη ληφθεί, οφείλουν να επεκταθούν περαιτέρω για την ενίσχυση των πολύτεκνων.
Πρόκειται για ένα ζήτημα εθνικής σημασίας ή ακριβέστερα εθνικής επιβίωσης, το οποίο δεν μπορεί να λυθεί μόνο μέσω της χορήγησης επιδόματος γέννησης 2.000 ευρώ ή αυξάνοντας το αφορολόγητο κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, αλλά απαιτεί μία σαφώς γενναιότερη πολιτική, όπως, για παράδειγμα, η καθιέρωση μεγαλύτερου αφορολόγητου ορίου για πολύτεκνες οικογένειες.
*Δείτε αναλυτικά την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".