Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Οι φίλοι μας οι Ρωμαίοι επιστράτευαν την έκφραση “ceteris paribus”, για να περιγράψουν καταστάσεις στις οποίες, πλην του αντικειμένου, τα λοιπά στοιχεία παρέμεναν αμετάβλητα. Μπορούσαν έτσι, σε «εργαστηριακές συνθήκες» να επεξεργαστούν αυτό το θεωρητικό αντικείμενο και να οδηγηθούν στα όποια συμπεράσματα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, εκτίμησή μας ήταν και παραμένει ότι σε έναν ιδεατό κόσμο, η απλή αναλογική αποτελεί το πλέον αντιπροσωπευτικό εκλογικό σύστημα. Όπως επίσης ότι αποτελεί αδυναμία του πολιτικού προσωπικού της χώρας, η απουσία ωριμότητας που θα οδηγούσε στις απαραίτητες συναινέσεις και προγραμματικές συμφωνίες για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού, αντίστοιχες των οποίων υφίστανται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη εδώ και δεκαετίες.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η αλλαγή του εκλογικού νόμου -που θεσμοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ- υπήρξε προεκλογική δέσμευση της παρούσας κυβέρνησης, η οποία υλοποιήθηκε, επαναφέροντας μία μορφή κλιμακωτής ενισχυμένης αναλογικής, που δύναται να προσφέρει έως και 40 επιπλέον έδρες στο πρώτο κόμμα, έναντι των 50 εδρών που προσέφερε ο προηγούμενος εκλογικός νόμος.
Απότοκο της συζήτησης, εξάλλου, περί του βέλτιστου ή εντέλει του προσήκοντος εκλογικού συστήματος που θα έπρεπε να έχει η χώρα, υπήρξε και η υπερψήφιση του συγκεκριμένου νομοθετήματος της ΝΔ δίχως τη συνταγματικά απαραίτητη ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που θα επέτρεπε την αξιοποίησή του από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Η απουσία των συγκεκριμένων ψήφων στέρησε τη χώρα από τη δυνατότητα αποφυγής της διπλής εκλογικής αναμέτρησης με την οποία είναι σήμερα αντιμέτωπη, καθιστώντας υποχρεωτική την καταφυγή σε μία νέα κάλπη για την ανάδειξη μίας σταθερής κυβέρνησης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προχώρησε όντως σε μία επιλογή ευθύνης, όταν απέκλεισε πρόσφατα το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, με στόχο την αποφυγή των κινδύνων που ελλοχεύουν για τη χώρα σε περίπτωση που αυτή βρεθεί επί διάστημα περίπου δύο μηνών με υπηρεσιακή κυβέρνηση. Πρόκειται, δε, για κινδύνους ορισμένοι εκ των οποίων θα συνεχίσουν να υφίστανται ακόμη και μετά την εκπνοή της θητείας της παρούσας κυβέρνησης, τον Ιούλιο του 2023, διατηρώντας έτσι ακέραιο το ενδεχόμενο να «συναντηθούμε» μαζί τους.
Η χώρα μας, δίχως αμφισβήτηση, βρίσκεται ενώπιον πολλαπλών απειλών. Η πολιτική αστάθεια που δημιουργούν στην Ευρώπη οι εξελίξεις περί το ουκρανικό ζήτημα καθιστούν τούτο σαφές. Χαρακτηριστικές ως προς αυτό είναι οι περιπτώσεις τόσο της Ιταλίας, η οποία είναι αντιμέτωπη σήμερα με πολιτική αστάθεια εξαιτίας βεβαίως και του εκλογικού της συστήματος αλλά και του κύματος κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκαλούν οι ανατιμήσεις, όπως και της Γερμανίας, η οποία βρίσκεται δυνητικώς προ αντίστοιχου ενδεχομένου.
Ο ενεργειακός Μεσαίωνας με τον οποίο απειλείται η Ευρώπη και βεβαίως η Ελλάδα, ο καλπάζων πληθωρισμός και οι διαταραχές στην αλυσίδα τροφοδοσίας σχηματίζουν την τέλεια καταιγίδα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση τη Γηραιά Ήπειρο, στερώντας από τη χώρα μας τη δυνατότητα ταχείας ανάκαμψης.
Κυριότερα, όμως, τον ορίζοντα της Ελλάδας σκιάζουν τα ελληνοτουρκικά.
Είναι ιδιαίτερα πιθανό ότι με τη γείτονα χώρα κάποια στιγμή θα συναντηθούμε επί του πεδίου. Σύμφωνα με πολλούς, τούτο είναι μόνο ζήτημα χρόνου και υπ’ αυτό το πρίσμα οφείλουμε να είμαστε, ανά πάσα στιγμή, προετοιμασμένοι. Οφείλει το πολιτικό προσωπικό να είναι προετοιμασμένο, οφείλει η κοινωνία να είναι προετοιμασμένη.
Τούτων δοθέντων, η συζήτηση περί του εκλογικού νόμου πρέπει να ανοίξει εκ νέου.
Καλώς ή κακώς, η συζήτηση περί του «βέλτιστου» ή του «προσήκοντος» εκλογικού συστήματος οδήγησε σε έναν εκλογικό νόμο που δεν διασφαλίζει -εκ προοιμίου- την ύπαρξη μίας ισχυρής κυβερνητικής πλειοψηφίας. Υπό τις παρούσες -άκρως επισφαλείς περιστάσεις- μπορεί να αναλάβει η χώρα μας αυτό το διακύβευμα ή οφείλει να επανεξετάσει, σταθμίζοντας τις σημερινές παραμέτρους;
Η κορυφαία εκδήλωση του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, οι εκλογές, οφείλουν να οδηγήσουν σε σχηματισμό κυβέρνησης το ταχύτερο δυνατόν, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη θητεία μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης.
Υπό το φως των κινδύνων που ελλοχεύουν, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου οφείλουν, αν μη τι άλλο, να ανοίξουν ξανά την κουβέντα για το εκλογικό σύστημα.