Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το να μιλάς με τον αντίπαλό σου, εάν επιθυμείς να συνυπάρξεις μαζί του παρά να συγκρουστείς, είναι θεμελιώδες. Έχει, όμως, καταλυτική σημασία και το μήνυμα που κομίζεις για αυτόν ή που αποκομίζει αυτός από τον διάλογο που κάνετε.
Έτσι, λοιπόν, όταν επιχαίρεις στο τέλος μίας συνόδου κορυφής για την απουσία αναφορών εναντίον της χώρας σου εκ μέρους του αντιπάλου, μόνο και μόνο για να διαψευστείς λίγη ώρα αργότερα, τότε είναι σαφές ότι το μήνυμα που έχεις εκπέμψει δεν ήταν το προσήκον.
Οι μύδροι που εξαπέλυσε εκ νέου χθες ο Τούρκος πρόεδρος Ρ. Τ. Ερντογάν κατά της χώρας μας, περί παραβιάσεων του τουρκικού εναέριου χώρου και περί βίαιων επαναπροωθήσεων μεταναστών σημειώθηκαν ενώ λίγη ώρα νωρίτερα ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εκφράσει τη διαπίστωση ότι «σε καμία συζήτηση στο ΝΑΤΟ δεν τέθηκε ζήτημα προβολής δικών της (σ.σ. της Τουρκίας) επιχειρημάτων σε βάρος της Ελλάδας».
Εξέφρασε δε την εκτίμηση ότι «αυτό κάτι λέει για το κατά πόσο μπορούν να σταθούν αυτά τα επιχειρήματα σε διεθνές επίπεδο. Είναι απλά για εσωτερική κατανάλωση».
Κατά πάσα βεβαιότητα, έτσι είναι τα πράγματα. Υπό το προεκλογικό κλίμα που διανύει η γείτονα, όσα αρθρώνει ο κ. Ερντογάν κατά της Ελλάδας έχουν ως κύριο αποδέκτη το εκλογικό σώμα της χώρας του. Είναι εύλογο, ωστόσο, ότι αφορούν άμεσα και εμάς. Τόσο αυτά που λέει όσο και οι πράξεις στις οποίες προχωρά στη διπλωματική σκακιέρα και στο πεδίο.
Έτσι, λοιπόν, η επαλήθευση της εκτίμησης του κ. Μητσοτάκη ότι εφέτος «… στο πεδίο δεν θα έχουμε κινητικότητα και επανάληψη του καλοκαιριού του 2020» εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό από την «ανάγνωση» της μέχρι τούδε ελληνικής στάσης από την Άγκυρα.
Μία «ανάγνωση» η οποία αφορά κυρίως δύο τινά. Πρώτον, κατά πόσον η Ελλάδα είναι σε θέση να απαντήσει δυναμικά εάν προκληθεί, εάν διαθέτει δηλαδή τα μέσα, και δεύτερον, εάν έχει τη βούληση να το πράξει.
Αποτελούν καίρια στοιχεία αυτής της εξίσωσης δε, αφενός, η ικανότητα της χώρας μας να μεταφέρει το μήνυμα των προθέσεών της στη γείτονα, αφετέρου, η ικανότητα της γείτονος να «διαβάσει» το μήνυμά μας. Τυχόν λάθος κατά τη διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να σημάνει κλιμάκωση επί του πεδίου, με προφανώς απρόβλεπτες συνέπειες.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, το μήνυμα κατευνασμού που απευθύνει η χώρα μας προς την Άγκυρα, αφενός, εμφανιζόμενη -αναιτίως- εφησυχασμένη από την απουσία επιθετικής ρητορικής εκ μέρους της Τουρκίας κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, αφετέρου, επαναπαυόμενη στην πεποίθηση ότι δεν θα υπάρξει ένταση εφέτος το καλοκαίρι στο Αιγαίο, υπό το φως των σχετικών συστάσεων του Λευκού Οίκου, είναι προς τη λάθος κατεύθυνση.
Όπως αντίστοιχα συνιστά χαμένη ευκαιρία και η αποφυγή παράθεσης των ελληνικών θέσεων ενώπιον των συμμάχων μας, υπό το φως της έως τώρα τουρκικής επιθετικότητας και της επανάληψής της πριν καν ολοκληρωθούν επισήμως οι εργασίες της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Το ισχυρότερο όπλο που διαθέτει η χώρα μας ώστε να αποφύγει μία εμπόλεμη σύρραξη είναι ο φόβος του αντιπάλου ότι έχει περισσότερα να χάσει παρά να κερδίσει, επιτιθέμενος στην Ελλάδα. Ενισχύεται το οπλοστάσιό μας τηρώντας μία τόσο στωική στάση έναντι της γείτονος ή αποδυναμώνεται; Εντέλει τους βοηθούμε ώστε να αποφύγουν τη «λάθος ανάγνωση» της βούλησής μας;