Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Κατά πόσον η Ελλάδα και η Τουρκία είναι όντως σύμμαχες χώρες, όπως θέλει η κοινή τους παρουσία στο ΝΑΤΟ, είναι ανοικτό σε συζήτηση εδώ και πολλά χρόνια.
Αυτό που είναι καινοφανές, ωστόσο, είναι ότι η Τουρκία θεωρεί πλέον ως εχθρό της την επίσης σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ και στρατιωτική υπερδύναμη, τις ΗΠΑ.
Ως προς αυτό φρόντισε να μας πληροφορήσει ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρ. Τ. Ερντογάν, μιλώντας πρόσφατα σε Τούρκους δημοσιογράφους, κατά την επιστροφή του από το Αζερμπαϊτζάν: «... Οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή έχουν 9 βάσεις στην Ελλάδα, 5+4… Λοιπόν, εναντίον ποιων δημιουργούνται αυτές οι βάσεις, γιατί υπάρχουν αυτές οι βάσεις; Να τι λένε: “Ενάντια στη Ρωσία…” Ψέματα… Δεν είναι ειλικρινείς. Μπροστά σε όλα αυτά είναι εμφανής η στάση τους απέναντι στην Τουρκία», είπε μεταξύ άλλων ο κ. Ερντογάν, σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο.
Με άλλα λόγια, μετά την υπόθεση της προμήθειας των ρωσικών S-400 από τη γείτονα και της αποπομπής της ως εξ αυτού από το πρόγραμμα των αμερικανικών αεροσκαφών F-35, των δραστηριοτήτων της στη Λιβύη, τη Συρία και σε άλλα κράτη αλλά και του βέτο που εγείρει η Άγκυρα στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, μόνη απέναντι στα λοιπά 29 μέλη του ΝΑΤΟ, πλέον, η Τουρκία δηλώνει ευθέως, δια στόματος του προέδρου της, ότι θεωρεί ως απειλή την ύπαρξη βάσεων των ΗΠΑ στα εδάφη της Ελλάδας, αμφοτέρων επίσης κρατών-μελών του ΝΑΤΟ.
Σε πρώτη ανάγνωση πρόκειται περί παράδοξου ολκής, ιδίως υπό το φως της ύπαρξης αντίστοιχων βάσεων σε τουρκικό έδαφος.
Υπό το πρίσμα, όμως, της συνολικής ρήξης που εμφανίζεται να επιχειρεί ο Τούρκος πρόεδρος με την ελληνική πολιτική ηγεσία αλλά και συνολικά με τη χώρα μας, μέσω των δηλώσεών του ότι «ο Μητσοτάκης δεν είναι πλέον συνομιλητής μου» και της διακοπής θεσμοθετημένων οργάνων όπως το Στρατηγικό Συμβούλιο Υψηλού Επιπέδου, οι τελευταίες τοποθετήσεις Ερντογάν δύνανται να στοχεύουν σε δύο τινά: πρώτον, στην προετοιμασία του εδάφους για ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα, δεύτερον, στη σταδιακή αποχώρηση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ.
Βεβαίως, μπορεί απλά να στοχεύουν σε εσωτερική κατανάλωση, υπό το φως των επικείμενων εκλογών στην Τουρκία (εντός του 2023), ως απάντηση στις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στη διάρκεια του τελευταίου υπουργικού συμβουλίου: «Εμείς συνεπώς δεν έχουμε λόγο να ανοίξουμε διάλογο με το παράλογο, με το ανιστόρητο και τελικά με το αδιέξοδο. Αντίθετα μένουμε πάντα ανοιχτοί σε κάθε προσέγγιση που εδράζεται στη διεθνή νομιμότητα και στις σχέσεις καλής γειτονίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματά μας και δεν θα δημοσιοποιούμε διεθνώς σε όλα τα φόρα όσα απαράδεκτα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες στην περιοχή μας», είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.
Ωστόσο, ουδένα από τα παραπάνω ενδεχόμενα μπορεί κατηγορηματικά να αποκλειστεί, υπό το φως των πολυποίκιλων εκβιασμών στους οποίους αρέσκεται να επιδίδεται ο πρόεδρος της γειτονικής χώρας έναντι της Δύσης. Εκβιασμών από τους οποίους, αφενός, ευελπιστεί να αποκομίσει στρατηγικά κέρδη και αφετέρου, προσδοκά εκλογικά οφέλη, δεδομένου του αντιαμερικανισμού που υφίσταται στην τουρκική κοινωνία.
Ούτως ή άλλως, πρόκειται για στοιχήματα υψηλού ρίσκου αλλά και προσδοκώμενου οφέλους, η έκβαση των οποίων μας… ενδιαφέρει άμεσα.