Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατηγορείται, συχνά, ότι καθυστερεί υπερβολικά στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Όταν δε καταλήξει επ’ αυτών είναι πολύ αργά και αναγκάζεται να επωμιστεί, ως εκ τούτου, ένα μεγαλύτερο βάρος από εκείνο που θα της αναλογούσε υπό άλλες συνθήκες.
Πρόκειται για μία κριτική η οποία αναπτύχθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και βασίστηκε στην καθυστέρηση λήψης αποφάσεων για την αντιμετώπιση αρχικά της πιστωτικής κρίσης και συνεπακόλουθα της κρίσης χρέους, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκε και η χώρα μας.
Αφορά, ωστόσο, αυτή η κριτική μόνον τη μισή αλήθεια. Η υπόλοιπη βρίσκεται στο κοινό μυστικό που ακούει στο όνομα «Γερμανία». Την οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης και εκείνην που έχει αναλάβει τον ρόλο του άτυπου ηγήτορά της, ιδίως επί εποχής Α. Μέρκελ αλλά και σήμερα, επί Ο. Σόλτς, στα ηνία της Γερμανίας.
Έτσι, λοιπόν, μολονότι η ΕΕ έχει χαρακτηριστεί, μάλλον επιτυχημένα, ως ένα «αργοκίνητο υπερωκεάνιο» το οποίο αργεί να στρίψει αλλά όταν το κατορθώσει ακολουθεί σταθερή πορεία, η αλήθεια είναι ότι αυτή η αργή κίνηση δεν είναι χωρίς κόστος και ότι ευθύνη για αυτό το κόστος, που αφορά το σύνολο των κρατών-μελών και όχι μόνον την ίδια, φέρει κατά κανόνα η Γερμανία.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η εμμονική άρνηση της Γερμανίας στην από κοινού έκδοση χρέους στην Ευρώπη, η οποία οδήγησε αρχικώς στη σύναψη διμερών δανείων μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστριών της ευρωπαϊκών χωρών και με καθυστέρηση οδήγησε στη δημιουργία τόσο του EFSF όσο και του ESM στη συνέχεια, για τη χρηματοδότηση των οποίων τα κράτη-μέλη ανέλαβαν τελικώς από κοινού χρέος. Όπως αντίστοιχα ανέλαβαν από κοινού χρέος για τη σύσταση του ύψους περίπου 800 δισ. ευρώ EU Next Generation Fund, που δημιουργήθηκε, αφενός, για την υπέρβαση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και αφετέρου, για να οδηγήσει την Ευρώπη στο «αύριο».
Ακόμη και τώρα, που η Κομισιόν προτείνει την παράταση της ρήτρας διαφυγής, δηλαδή την εξαίρεση των κρατών-μελών από τους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας για ακόμη ένα έτος, το 2023, υπό το φως των πολλαπλών κρίσεων με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η Ευρώπη, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κριστιάν Λίντνερ δηλώνει στους FT ότι τούτο δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να οδηγήσει σε συνέχιση της επεκτατικής πολιτικής και της αύξησης των κρατικών δαπανών. «Το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη μπορούν να αποκλίνουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν σημαίνει ότι πρακτικά πρέπει να το κάνουν», είπε ο Λίντνερ στους Financial Times.
Αντίστοιχα, μιλώντας στο Reuters, μόλις δύο εικοσιτετράωρα πριν τη χθεσινή πρόταση της Κομισιόν για παράταση ακόμη ενός έτους της ρήτρας διαφυγής, τάχθηκε υπέρ της επιστροφής των κρατών-μελών σε κατάσταση δημοσιονομικής πειθαρχίας, λέγοντας ότι τα οικονομικά δεδομένα δεν δικαιολογούν περαιτέρω αναστολή των κανονισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Πέραν, όμως, αυτής της συντηρητικής προσέγγισης περί τα δημόσια οικονομικά, η οποία όσο αμφιλεγόμενη κι αν είναι, μπορεί κατά περίπτωση να υποστηριχθεί και από στέρεα επιχειρήματα περί οικονομικής ευταξίας, ο αρνητικός ρόλος που διαδραμάτισε η Γερμανία στα ευρωπαϊκά πράγματα αφορά κυρίως τη συστηματική υπερίσχυση των δικών της εθνικών πολιτικών έναντι εκείνων που θα ήταν προς όφελος ολόκληρης της ΕΕ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσδεση της γερμανικής οικονομίας και φυσικά της βιομηχανίας της χώρας στο ρωσικό ενεργειακό άρμα, παρά τις προφανείς επιφυλάξεις που διατυπώνονταν ως προς αυτό και ως προς τον βαθμό εξάρτησης που αναπτυσσόταν έτσι στη Ρωσία. Γεγονός που συνέβαλε εξάλλου και στην καθυστέρηση της Γερμανίας να συνταχθεί με την απόφαση για ενεργειακό εμπάργκο στη Ρωσία.
Αντίστοιχα χαρακτηριστική του ρόλου που διαδραματίζει η Γερμανία είναι και η πάγια αντίθεσή της στην επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων κατά της Τουρκίας, ακόμη και σε περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης της κυριαρχίας ή των κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών-μελών της ΕΕ, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Αντίθεση η οποία εδράζεται στους οικονομικούς αλλά και λοιπούς δεσμούς που έχει η Γερμανία με την Τουρκία, με περισσότερους από 3 εκατ. Τούρκους μετανάστες στην επικράτειά της.
Έτσι, λοιπόν, όταν αναζητούμε τους λόγους για την αργή κίνηση του ευρωπαϊκού «υπερωκεάνιου» οφείλουμε να κοιτάξουμε και προς τη Γερμανία. Αν μη τι άλλο, μπορεί να βρεθούν έτσι και τρόποι επιτάχυνσης του «πλοίου».