Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η κυβέρνηση εισέρχεται σύντομα στον καταληκτικό χρόνο της θητείας της και εκ των πραγμάτων η χώρα βρίσκεται ήδη σε άτυπη προεκλογική περίοδο. Γιατί να το κρύψωμεν, άλλωστε, που έλεγε και μια ψυχή.
Τα κομματικά συνέδρια διαδέχονται το ένα το άλλο, ώστε οι κύριοι διεκδικητές της εξουσίας να συσπειρώσουν τις «βάσεις» τους και να επαναβεβαιώσουν την ισχύ των επικεφαλής τους, ενώ ακόμη και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υπό το φως των σεναρίων ως προς τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, αναγκάζεται να συνετίσει τα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου, απευθύνοντάς τους νουθεσίες ώστε να επικεντρωθούν στα υπουργικά τους καθήκοντα, αντί του προεκλογικού αγώνα!
Όλα αυτά, τα χαριτωμένα ή μη, δεν θα απασχολούσαν ιδιαίτερα, υπό κανονικές συνθήκες. Ούτως ή άλλως, δεν είναι η πρώτη φορά που η ελληνική πολιτική σκηνή εμφανίζει αυτή την εικόνα. Οι παρούσες συνθήκες, ωστόσο, κάθε άλλο παρά κανονικές είναι. Για την ακρίβεια, για πολλούς σε αυτή τη χώρα είναι πρωτόγνωρες και για πολλούς άλλους θυμίζουν μαύρες εποχές του απώτερου παρελθόντος, από το οποίο θεωρούσαμε ως δεδομένο ότι έχουμε οριστικά ξεφύγει.
Με την εξαίρεση όσων διαδραματίστηκαν μετά τον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας, στις αρχές της δεκαετίας του '90, η Ευρώπη δεν είχε ζήσει εμπόλεμες καταστάσεις στα εδάφη της από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ακόμη χειρότερα, δεν είχε νιώσει την απειλή του πυρηνικού ολέθρου από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες.
Ασφαλώς, δε, δεν είχε βιώσει τις πληθωριστικές πιέσεις που υφίσταται σήμερα και οι οποίες έχουν οδηγήσει τον πληθωρισμό στη χώρα μας σε προ 27ετίας επίπεδα (Φεβρουάριος του 1995) και τις ενεργειακές τιμές στα ύψη.
Όλα αυτά, δε, στον απόηχο των συνεπειών μίας πανδημίας η οποία είχε βαρύ ανθρώπινο και οικονομικό κόστος για τη χώρα μας αλλά και ενόψει ενός πρωτοφανούς ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού πακέτου, του Ταμείου Ανάκαμψης, μέσω του οποίου ελπίζεται ότι η Ελλάδα θα ορθοποδήσει για τις επόμενες δεκαετίες.
Έναντι, λοιπόν, όλων αυτών, εμείς τι πράττουμε; Αναμένουμε τον χρόνο εκπνοής της παρούσας κυβερνητικής θητείας; Τη στιγμή κατά την οποία, δικαίως ή αδίκως -και για να το θεωρεί σκόπιμο ο ίδιος, τότε μάλλον δικαίως- ο πρωθυπουργός καλεί τους υπουργούς του να απόσχουν από τις προεκλογικές τους ασχολίες, ώστε να επικεντρωθούν στη δουλειά τους;
Ακόμη, όμως, κι αν επιχειρηθεί η εξάντληση των επόμενων 14 μηνών έως την ολοκλήρωση της 4ετίας, κατά πόσο μπορεί να χαραχθεί μία ισχυρή πορεία αντιμετώπισης των παρόντων προβλημάτων και του βηματισμού της χώρας προς το μέλλον, δίχως μία ισχυρή και κυρίως φρέσκια λαϊκή εντολή;
Ας μη γελιόμαστε. Η παρούσα κυβέρνηση έχει κάθε συνταγματικό δικαίωμα να εξαντλήσει τη θητεία της έως το καλοκαίρι του 2023. Πολιτικά, δε, ίσως έχει και κάθε λόγο να το πράξει, προσδοκώντας να δρέψει τα οφέλη της διαχείρισης του πακτωλού κονδυλίων που συνοδεύουν το RRF, ελπίζοντας να αντιστρέψει έτσι την καμπή που καταγράφει η κυβερνώσα παράταξη στις δημοσκοπήσεις. Θα ήταν όμως τούτο πραγματικά προς όφελος της χώρας, όταν κατά την επομένη περίοδο απαιτείται η λήψη αποφάσεων, τόσο επί των εθνικών θεμάτων όσο και για την ευρύτερη πορεία της ;
Έτσι, λοιπόν, όσο θεσμική κι αν είναι η προσέγγιση του θέματος από τον φίλτατο κ. Μητσοτάκη, ο οποίος προς τιμήν του επιμένει στην εξάντληση της τετραετίας, τα επιχειρήματα για το «όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα» είναι ισχυρά.