Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η ουσιαστική επανέναρξη, ή «επιτάχυνση» όπως τη χαρακτήρισε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, των ερευνών για υδρογονάνθρακες στην ελληνική επικράτεια αποτελεί σαφώς το απαραίτητο πρώτο βήμα για την εξασφάλιση επάρκειας και χαμηλότερων ενεργειακών τιμών για τη χώρα μας, εφόσον βεβαίως αυτές ευοδωθούν. Υπ’ αυτό το πρίσμα υπήρξε απολύτως ευπρόσδεκτη.
Συνιστά, όμως, και μία αντιστροφή της έως τώρα ακολουθούμενης πολιτικής στον τομέα, όπως αυτή είχε περιγραφεί ακριβώς προ έτους, από τα χείλη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, ακόμη κι αν αντικατοπτρίζει τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις, με τον βασικό προμηθευτή φυσικού αερίου στη χώρα μας, τη Ρωσία, να τίθεται πλέον στο ευρωπαϊκό περιθώριο.
Σημείωνε ο κ. Δένδιας σε συνέντευξή του προς το Arab News, που είδε το φως της δημοσιότητας στις 22/04/21, αναφερόμενος σε τυχόν έρευνες πετρελαίου και φυσικού αερίου: «Χρειαζόμαστε 10-20 χρόνια για να το βρούμε και να το εκμεταλλευτούμε και από οικονομικής άποψης θα ήταν πολύ ακριβό. Έτσι λοιπόν, οικονομικά δεν οραματίζομαι την Ελλάδα να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου. Και με όλο τον σεβασμό, το Αιγαίο είναι ένας παράδεισος επί γης, δεν σκοπεύουμε να το μετατρέψουμε σε Κόλπο του Μεξικού. (…….) Η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου».
Υπ’ αυτό το πρίσμα, όσα, θεάρεστα, δήλωσε χθες ο πρωθυπουργός συνιστούν μία αντιστροφή πολιτικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έξωθεν καλή μαρτυρία της χώρας μας. Υπενθυμίζουν, συνάμα, την ανάγκη χάραξης μίας Εθνικής Ενεργειακής Πολιτικής.
Τα ζητήματα που άπτονται των υδρογονανθράκων και των ενεργειακών αγωγών υπερβαίνουν τους εθνικούς εκλογικούς κύκλους και απαιτούν, όπως παραδέχθηκε προ έτους και ο φίλτατος κ. Δένδιας, μεγάλα χρονικά διαστήματα έως ότου ωριμάσουν προς εκμετάλλευση. Υπ’ αυτό το φως, απαιτούν ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις για τη διαμόρφωση πολιτικών, οι οποίες δεν θα ανατρέπονται από την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά θα διατηρούνται έως την ευόδωσή τους.
Ακόμη, περισσότερο, όπως επεσήμανε χθες και ο καθηγητής Γιάννης Μανιάτης, η ύπαρξη μίας Εθνικής Ενεργειακής Πολιτικής, η οποία θα φέρει τη σφραγίδα μίας ευρείας πολιτικής συναίνεσης στη διαμόρφωσή της, μπορεί να αποτελέσει βατήρα προς την ΕΕ, «ώστε να γίνει συνείδηση ότι η Ανατολική Μεσόγειος, με προεξάρχουσα την Ελλάδα, μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική νέα πηγή τροφοδοσίας της Ένωσης με φυσικό αέριο».
Αντίθετα, η αναστροφή της ακολουθούμενης πολιτικής, σε διάστημα δωδεκαμήνου, ουδένα σκοπό υπηρετεί και καθιστά τη χώρα μας ανακόλουθη έναντι τρίτων συνομιλητών, ακόμη κι αν το ενεργειακό τοπίο έχει μεταλλαχθεί ριζικά κατά το διάστημα αυτό. Δημιούργησε, δε, η διατύπωση αυτών των προθέσεων, προ έτους, ένα κλίμα υποχωρητικότητας, το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο σε προσπάθεια εξευμενισμού της γείτονος σε ό,τι αφορά σε εκκρεμή ζητήματα θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο.
Αντίστοιχα, η ύπαρξη σταθερότητας στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική υποβοηθά και στη διαμόρφωση των σχεδίων των εταιρειών του ενεργειακού τομέα, η υλοποίηση των οποίων απαιτεί, κατά κανόνα, σημαντικές επενδύσεις.
Διαφορετικά, κινδυνεύουν οι εξαγγελίες της εκάστοτε κυβέρνησης να χαρακτηρίζονται, όπως χθες, είτε ως «επικοινωνιακά τρικ» είτε να αποτελούν το αντικείμενο ευρύτερης κριτικής ως «καθυστερημένες» ή «άτολμες» κινήσεις.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η ύπαρξη μίας εθνικής πολιτικής στον τομέα και η συνεπής προώθησή της καθιστά σαφείς τις προθέσεις της χώρας μας έναντι φίλων και εχθρών, πράγμα απολύτως απαραίτητο στις ημέρες μας.