Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ποδηγετούν την Ευρώπη κι όμως αποδεικνύονται χρήσιμοι ηλίθιοι και μάλιστα κατά παραδοχή τους. Θέλουμε όμως πραγματικά να «απαλλαγούμε» από αυτούς;
Το mea culpa που αναφώνησε για λογαριασμό της Γερμανίας ο πρώην πρόεδρος της Bundestag και υπουργός Οικονομικών της χώρας Β. Σόιμπλε, στη διάρκεια συνέντευξής του στη Welt am Sonntag, αναφορικά με την «υιοθέτηση» του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, παρά την κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και ενώ σχεδόν σύσσωμη η Δύση εξέφραζε ενστάσεις ως προς αυτή τη νέα συνεργασία, επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό «χρήσιμοι ηλίθιοι»που απέδωσε στην κυρίαρχη πολιτική τάξη της συγκεκριμένης χώρας, πρόσφατα, το Politico.
Εάν εξαιρέσουμε τον ογκόλιθο της δημοσιονομικής πολιτικής και της λιτότητας που πρωτοστάτησε να επιβληθεί σε μεγάλο μέρος της ευρωζώνης στη διάρκεια της κρίσης χρέους, ο ίδιος ο Σόιμπλε, η Γερμανία έχει θέσει φραγμό σε κάθε πρωτοβουλία της Γαλλίας και των συνοδοιπόρων της για τη διαμόρφωση μίας ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής στην Ευρώπη.
Επιδεικνύοντας μία εμμονική προσήλωση στην εξυπηρέτηση εθνικών της προτεραιοτήτων, παρείχε μία άνευ προηγουμένου προτίμηση στη διατήρηση αλώβητων των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία αλλά και την Τουρκία, ακόμη και όταν αυτές οι δύο χώρες κονιορτοποιούσαν θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ, είτε στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων είτε διαμέσου της εξωτερικής τους πολιτικής. Κορυφαίο δε παράδειγμα αυτής της στάσης της Γερμανίας αποτελεί η απουσία λήψης ουσιαστικών κυρώσεων έναντι της Τουρκίας από την ΕΕ, ακόμη κι όταν η γειτονική χώρα απειλούσε ευθέως τα κυριαρχικά δικαιώματα ή ακόμη και την κυριαρχία Κύπρου και Ελλάδος, κρατών-μελών της ΕΕ.
Αντίστοιχα, ακόμη και πρόσφατα που ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμ. Μακρόν επιχείρησε να παραθέσει ενώπιον των λοιπών ηγετών κρατών-μελών της ΕΕ το όραμα διαμόρφωσης ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, διαμέσου και της συγκρότησης ενός ευρωστρατού, οι ενστάσεις του βόρειου άξονα στον οποίο πρωταγωνιστεί η Γερμανία, υπονόμευσαν την προσπάθεια.
Κλωτσώντας το τενεκεδάκι του ευρωομολόγου για αργότερα, ο καγκελάριος Σολτς αφενός συνέχισε -ακόμη και στη μετά ρωσική εποχή- την πολιτική Μέρκελ - Σόιμπλε, αρνούμενος να αποδεχθεί αμοιβαιοποίηση χρέους στην Ευρώπη, με το έωλο επιχείρημα ότι «τα υπόλοιπα» του Ταμείου Ανάκαμψης αρκούν για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής στρατικοποίησης.
Έτσι, λοιπόν, εάν θα μπορούσε να υποδείξει κανείς τον κυριότερο λόγο για τον οποίο η Ευρώπη έχει θέσει στον «πάγο» το ενδεχόμενο ομοσπονδοποίησης και παραμένει ένα χαλαρό οικονομικό μόρφωμα, δίχως τη στρατιωτική και συνεπακόλουθα στρατηγική ισχύ που αντιστοιχεί στο οικονομικό της μέγεθος ανά την υφήλιο, τούτος, δίχως άλλο, θα ήταν η Γερμανία.
Αντιμέτωποι με αυτούς τους προβληματισμούς, πολλοί δείχνουν στην ύπαρξη του δικαιώματος αρνησικυρίας ως την αιτία αδυναμίας ευρωπαϊκής συμπόρευσης προς μία ενιαία κατεύθυνση. Υποτιμά και αντιστρατεύεται αυτή η λογική, όμως, την τέχνη του συμβιβασμού που έχει καλλιεργήσει η ΕΕ στους κόλπους της, ώστε να καταλήγει σε αποφάσεις.
Κυριότερα, η οδός διαφυγής από το σημερινό τέλμα αφορά, εκ των πραγμάτων, στην αλλαγή πολιτικής εκ μέρους της χώρας για την οποία, εν πολλοίς, δημιουργήθηκε η σημερινή ΕΕ. Της Γερμανίας.
Εάν ο λόγος ύπαρξης της ΕΕ αφορούσε στην αποφυγή πολέμου στη Γηραιά Ήπειρο, με τον οικονομικό εναγκαλισμό της χώρας που την αιματοκύλισε δύο φορές κατά το παρελθόν, τότε η εξασφάλιση του μέλλοντός της δεν μπορεί παρά να διέρχεται διαμέσου της ίδιας χώρας και των ελπίδων, φρούδων ή μη, ότι μπορεί να μάθει από τα λάθη της.