Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με την κυβέρνηση να επαίρεται διότι κατόρθωσε «να συμπεριληφθεί στα συμπεράσματα (του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) μια ρητή αναφορά στα πλαφόν των τιμών φυσικού αερίου» και την κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εστιάζεται «στην ανεπάρκεια του κ. Μητσοτάκη» να εξασφαλίσει οφέλη για την Ελλάδα, η χώρα μας εμφανίζεται να διεξάγει τη λάθος συζήτηση για τα ενεργειακά.
Διότι το πρόβλημα δεν αφορά εάν οι φίλοι μας στην Ιβηρική κατόρθωσαν να αποσπάσουν την τάδε ή τη δείνα εξαίρεση, αλλά, κυριότερα, κατά πόσον η Ελλάδα μπορεί να πορευτεί εφεξής δίχως ενεργειακή αυτάρκεια και δη, με το προσήκον κόστος και κατά το γράμμα των περιβαλλοντικών στόχων στην επίτευξη των οποίων έχει ήδη δεσμευτεί.
Από όποια οπτική κι αν προσεγγίσει κανείς τα ζητήματα της ενέργειας στις ημέρες μας, καθίσταται σαφές ότι όσα θεωρούσαμε ως δεδομένα, ακόμη και πέρυσι το καλοκαίρι όταν ξεκινούσε η τελευταία αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, του 2030, έχουν πλέον ανατραπεί, υπό το φως της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της απόφασης της ΕΕ για σταδιακή απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.
Έτσι, λοιπόν, όταν εδώ στην Ελλάδα είμαστε αντιμέτωποι με φαινόμενα αποθάρρυνσης επενδύσεων σε ΑΠΕ εξαιτίας της αδυναμίας του δικτύου να φιλοξενήσει το αυξημένο ηλεκτρικό φορτίο, ή εξαιτίας των κατά τόπους αντιδράσεων στην ανέγερση ανεμογεννητριών, ή ακόμη και με φαινόμενα που άπτονται της ταχύτητας με την οποία θα έπρεπε να προωθηθεί η απολιγνιτοποίηση, ή τα διάφορα μπρος-πίσω σε ό,τι αφορά στην έρευνα και εκμετάλλευση εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, τότε μάλλον, οφείλουμε μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης σε αυτά τα θέματα, δίχως αποκλεισμούς ή κομματικές ή άλλες ταμπέλες.
Είτε τα προβλήματα αφορούν ζητήματα γραφειοκρατίας, είτε τοπικών αντιδράσεων, είτε απουσίας επενδύσεων, είτε οτιδήποτε άλλο, αποτελούν τμήματα του ίδιου «παζλ» το οποίο φέρει τον τίτλο «ενεργειακή αυτάρκεια». Η σύνθεση αυτού «παζλ», δε, υπερβαίνει οποιαδήποτε κυβέρνηση, καθώς θα χαράσσει την πολιτική της χώρας μας για δεκαετίες στον ενεργειακό τομέα και απαιτεί την εξασφάλιση, αν όχι διακομματικής συναίνεσης, τουλάχιστον σύμπτωση απόψεων εκ μέρους των κυριότερων πολιτικών εκπροσώπων του εκλογικού σώματος.
Ούτως ή άλλως, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι συγκεκριμένες περιβαλλοντικού χαρακτήρα αντιδράσεις φέρουν και πολιτική υπογραφή, όπως αντιστοίχως φέρει -σε μεγάλο βαθμό- και η υπόθεση του λιγνίτη. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, το εύρος του συγκεκριμένου αντικειμένου αφορά έναν στόχο εθνικού χαρακτήρα και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί από τους κυριότερους πολιτικούς εκπροσώπους μας.
Αποτελεί, δε, η παρούσα περίσταση μία σπάνια ευκαιρία εξασφάλισης της απαραίτητης χρηματοδότησης, υπό το φως των πολλαπλών χρηματοδοτικών πηγών που προσφέρουν το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και άλλες πηγές.
Οι επενδύσεις, όμως, προϋποθέτουν σταθερότητα σε εύρος χρόνου και άρα πολιτική συναίνεση ως προς την υλοποίησή τους. Είτε αφορούν σε ΑΠΕ, είτε σε εξορύξεις υδρογονανθράκων, είτε σε άλλες θερμικές λύσεις.
Έτσι, λοιπόν, αντί να ερίζουν για το «σήμερα», το οποίο ασφαλώς δεν έχει ακόμη διευθετηθεί υπό το φως των συνεχών ενεργειακών ανατιμήσεων, ίσως να ήταν περισσότερο αποδοτικό να συζητήσουν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου για το «αύριο» και δη το μακροπρόθεσμο. Εκείνο το «αύριο» στο οποίο οι κάτοικοι αυτού του τόπου θα έχουν την άνεση να ζουν με ενεργειακή επάρκεια από καθαρές και φθηνές πηγές. Δεν αξίζει τον κόπο αυτή η κουβέντα;