Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με την τροπή των πραγμάτων περί τις ενεργειακές τιμές, δεν απαιτείται ιδιαίτερη γνώση ή σοφία, ώστε να εκτιμηθεί η πορεία των τιμών ευρύτερα στην οικονομία κατά το επόμενο, μάλλον μακρύ, χρονικό διάστημα.
Εάν, δε, έχει κανείς ακόμη αμφιβολίες περί αυτού, υπάρχουν δύο πρόσφοροι δείκτες, πέραν του δείκτη τιμών λιανικής (πληθωρισμός) για την εξαγωγή των απαραίτητων συμπερασμάτων, υπό τις παρούσες περιστάσεις: ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία και ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία.
Πρόκειται για δύο καίριας σημασίας πρόδρομους δείκτες, ιδίως σε ό,τι αφορά στον εισαγόμενο πληθωρισμό. Έτσι, λοιπόν, βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, με τον πληθωρισμό Φεβρουαρίου 2022 να «τρέχει» με 7,2% σε ετήσια βάση, ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία κατέγραψε αύξηση τον Ιανουάριο 2022 κατά 31,6% (στοιχεία 28/02/22) και ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία, επίσης τον Ιανουάριο (στοιχεία 14/03/22), ετήσια αύξηση 31,8%.
Όλα αυτά, δε, πριν καν αρχίσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και εκτοξευτούν οι τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Με άλλα λόγια, τα «χειρότερα» είναι μπροστά μας σε ό,τι αφορά στην πορεία του πληθωρισμού αλλά και στην εφοδιαστική αλυσίδα, με το ενδεχόμενο ελλείψεων να μην μπορεί να αποκλειστεί για το προσεχές μέλλον. Μπορούν να οδηγήσουν αυτές οι ελλείψεις ακόμη και σε μία επισιτιστική κρίση; Ενδεχομένως σε ορισμένα τμήματα της υδρογείου, ελπίζεται όμως όχι στην Ευρώπη, παρά την προφανή απουσία των ουκρανικών και ρωσικών σιτηρών κατά το επόμενο διάστημα ή την παύση λειτουργίας μίας σειράς βιομηχανικών μονάδων στα εδάφη της Ουκρανίας.
Στη χώρα μας, η οποία εξαρτάται σε ιδιαίτερα υψηλό βαθμό για την κάλυψη των αναγκών της από τις εισαγωγές, όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Και τούτο καθώς βρίσκουν την ελληνική κοινωνία στο τελευταίο σκέλος μίας μακράς περιόδου κρίσης, η οποία τυπικά ετέθη σε τροχιά το 2010 και είχε καταλυτικές επιπτώσεις σε εισοδήματα και κάθε είδους στοιχεία ενεργητικού. Την τελευταία διετία, δε, με τα lockdown που συνόδευσαν την πανδημία, αυτή η κρίση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο καθιστώντας επιτακτική την επιστράτευση μίας αμιγώς επιδοματικής πολιτικής.
Με άλλα λόγια, μία ντουζίνα χρόνια, τώρα, η τσέπη της ελληνικής κοινωνίας πάσχει. Άλλων τμημάτων αυτής της κοινωνίας περισσότερο, άλλων λιγότερο, όπως αποτυπώθηκε και από την πορεία των καταθέσεων πέρυσι, με μεγάλο τμήμα των «επιδοτήσεων» κάθε λογής να οδεύει στα τραπεζικά γκισέ. Συνολικά, ωστόσο, για το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας, το ζωνάρι έχει ήδη σφίξει ασφυκτικά και πλέον το φάσμα του πληθωρισμού το βρίσκει εξουθενωμένο.
Δεν είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε σε κραυγαλέα ιστορικά παραδείγματα, όπως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ώστε να αντλήσουμε συμπεράσματα σχετικά με το πώς ευνοούνται τα άκρα του πολιτικού φάσματος σε περιόδους έντονου πληθωρισμού και ανέχειας μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας. Δεν είμαστε, καν εκεί, δε, ακόμη. Εάν δεν προσέξουμε, όμως, είναι εύκολο να πλησιάσουμε και ακριβώς για αυτό τον λόγο η ΕΚΤ έχει ήδη αρχίσει να μεταβάλλει την έως τώρα πορεία της, βλέποντας τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη να ξεφεύγει από το καταστατικό της όριο του 2%.
Πέραν όμως της ΕΚΤ και παρά τους όποιους ενδοιασμούς γεννά η ανάγκη δημοσιονομικής σύνεσης, ας μην ξεχνάμε το πρόσφατο παρελθόν μας εδώ στην Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε την τροφή που παρείχε στα άκρα του πολιτικού φάσματος η κρίση χρέους και τις περιπέτειες στις οποίες οδηγήθηκε η χώρα μας εξαιτίας αυτού του γεγονότος.
Έτσι, λοιπόν, όση δημοσιονομική σύνεση κι αν πρέπει να επιστρατευτεί για την εξασφάλιση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας, ο κορβανάς πρέπει να παραμείνει ανοικτός τις ώρες της κρίσης. Δεν έχει καμία αξία «να πετάξουμε μαζί με το νερό και το μωρό», όπως λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι.