Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στις Βερσαλλίες, την έδρα του Βασιλιά Ήλιου (Λουδοβίκος ΙΔ'), η βασιλεία του οποίου (1643-1715) επηρέασε καταλυτικά την πορεία της Γαλλίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, συνέρχονται ατύπως, στις 10 και 11 Μαρτίου, οι επικεφαλής των 27 κρατών-μελών της ΕΕ, με πρόσκληση του προέδρου της Γαλλίας Εμ. Μακρόν.
Αντικείμενό τους, εν πολλοίς, το δόγμα που ο ίδιος διατύπωσε στις 26 Σεπτεμβρίου του 2017, με ομιλία του η οποία μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί ως ορόσημο για τα ευρωπαϊκά πράγματα, στη Σορβόνη.
Το δόγμα Μακρόν, το οποίο διατυπώθηκε στη διάρκεια αυτής της ομιλίας, συνοψίζεται στο τρίπτυχο «κυρίαρχη, ενωμένη, δημοκρατική Ευρώπη», και για να μπορέσει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των 27, μετά από σχεδόν 5 χρόνια, χρειάστηκε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η ίδια εισβολή που οδήγησε στην επιβολή κυρώσεων εκ μέρους της ΕΕ και συνολικά του δυτικού κόσμου κατά της Ρωσίας, αντίστοιχο προηγούμενο των οποίων δεν υφίσταται. Η ίδια εισβολή, που οδήγησε τον σχετικά νεόκοπο καγκελάριο της Γερμανίας Όλαφ Σολτς να εξαγγείλει από του βήματος της Bundestag ένα κολοσσιαίο οικονομικό πακέτο ενίσχυσης, ύψους 100 δισ. ευρώ για τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του, ανατρέποντας ενδοιασμούς που χρονολογούνταν από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Με διάγγελμά του, το βράδυ της Τετάρτης, ο πρόεδρος Μακρόν, αφού επαίνεσε την ταχύτητα, την ενότητα και την αποφασιστικότητα με την οποία η ΕΕ προχώρησε στην ομόθυμη καταδίκη της ρωσικής εισβολής και επέβαλε αυτές τις κυρώσεις, τόνισε ότι «πλέον, η Ευρώπη πρέπει να συμφωνήσει να καταβάλει το αντίτιμο της ειρήνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει περισσότερο, ώστε να μειώσει την εξάρτησή της από άλλες ηπείρους και να είναι σε θέση να αποφασίσει αυτόνομα. Με άλλα λόγια, να γίνει μία δύναμη περισσότερο ανεξάρτητη και κυρίαρχη».
Η αλήθεια είναι ότι έως τώρα η Ευρώπη δεν πληρούσε αυτή την περιγραφή. Έχοντας εναποθέσει την ασφάλειά της στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, παρέμενε «πρόθυμη αιχμάλωτη» στις όποιες αλλαγές πολιτικής επιθυμούσε η Ουάσιγκτον και στερούνταν έτσι τη δυνατότητα εκφοράς ενός ενιαίου ευρωπαϊκού λόγου σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Οι μόνες άξιες μνείας, από στρατιωτικής απόψεως, χώρες, έως τώρα ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, που πλέον πορεύεται αυτόνομο και η Γαλλία, η οποία διόλου τυχαία ηγείται της προσπάθειας επαναστρατικοποίησης της Ευρώπης.
Το 2017 ο πρόεδρος Μακρόν είχε προτείνει την καθιέρωση μιας κοινής δύναμης επέμβασης, ενός ενιαίου αμυντικού προϋπολογισμού και ενός ενιαίου δόγματος για δράση. Δίχως αμφιβολία, αυτές οι προτάσεις θα βρεθούν στο τραπέζι των Βερσαλιών. Πλέον, όμως, κατά πάσα βεβαιότητα δεν αρκούν. Η δυνατότητα άσκησης ενός ρόλου συμπληρωματικού ή και ανεξάρτητου από το ΝΑΤΟ προϋποθέτει την ύπαρξη κοινής εξωτερικής πολιτικής, τουλάχιστον επί των «μεγάλων» θεμάτων.
Αυτήν την απόσταση, δε, η Ευρώπη δεν έχει δείξει ακόμη ότι μπορεί να τη διανύσει. Διότι όσο ευχερές κι αν υπήρξε να επιτευχθεί ομοφωνία για την καταδίκη της ρωσικής επιθετικότητας, άλλο τόσο δυσχερές εμφανίστηκε να είναι κατά το παρελθόν η καταδίκη και επιβολή κυρώσεων κατά μίας τρίτης χώρας, της Τουρκίας, όταν αυτή καταπατούσε τα κυριαρχικά δικαιώματα ή ακόμη και την κυριαρχία δύο κρατών-μελών της ΕΕ. Της Ελλάδος και της Κύπρου.
Έτσι, λοιπόν, εάν η νέα πρωτοβουλία Μακρόν, στη μετά την ρωσική εισβολή εποχή, μπορεί να καθοδηγήσει την Ευρώπη ώστε αυτή να αποκτήσει μία διαυγέστερη και πληρέστερη εικόνα όσων διαδραματίζονται γύρω της, αντί της επιλεκτικής θεώρησης όσων εξ αυτών επιθυμούσε να δει, τότε θα μπορέσουμε να κάνουμε όντως λόγο για ένα νέο ευρωπαϊκό όραμα. Διαφορετικά…