Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν η πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, σηματοδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τότε η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Ντόνετσκ και Λουγκάνσκ στην ανατολική Ουκρανία από τη Ρωσία συνιστά σήμερα ένα ορόσημο αντίστοιχης βαρύτητας: το τέλος του μεταπολεμικού status quo, βάσει του οποίου οι ΗΠΑ, διαμέσου της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια και την κυριαρχία κρατών της Ευρώπης.
Εν προκειμένω, ούτε η Ουκρανία υπήρξε ποτέ μέλος του ΝΑΤΟ, ούτε θεωρείται ως αντιπροσωπευτικό δείγμα χώρας της Δύσης. Τουναντίον. Τμήμα της ΕΣΣΔ ήταν και κατά προέκταση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η παρουσία όμως και ο ρόλος της Δύσης στην επικράτειά της, εδώ και χρόνια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως και η πρόθεσή της να την εντάξει στο ΝΑΤΟ.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, το «πράσινο φως» της Μόσχας για την είσοδο ρωσικών στρατευμάτων, έστω με τον μανδύα της ειρηνευτικής δύναμης, στα εδάφη της Ουκρανίας, ενώ η Δύση ακόμη συζητά τη μορφή των κυρώσεων οικονομικού χαρακτήρα που θα επιβάλει στη Ρωσία, παρατηρώντας εν πολλοίς ανήμπορη την εξέλιξη του φαινομένου, καταδεικνύει τη θέση αδυναμίας στην οποία έχει περιπέσει ο δυτικός κόσμος και την έκπτωση μηχανισμών ασφαλείας, όπως ο ΟΗΕ.
Παντελής κατάλυση της διεθνούς νομιμότητας, επικράτηση του δίκαιου του ισχυρότερου και παραβίαση της κυριαρχίας κρατών, ενώ οι «εγγυητές» παρατηρούν αλαλάζοντες, πλην αδύναμοι, να παρέμβουν.
Ανεξαρτήτως των πολυπλόκαμων λοιπών παραμέτρων του ουκρανικού ζητήματος και της ορθότητας ή μη ενδεχόμενης εισδοχής της Ουκρανίας στις τάξεις του ΝΑΤΟ -κάτι που παρέπεμπε ευθέως στην πυραυλική κρίση του 1962 στην Κούβα, η οποία είχε οδηγήσει την υφήλιο στο χείλος του πυρηνικού ολέθρου, πριν από 60 χρόνια-, το μήνυμα που εξέπεμψαν οι εξελίξεις στην Ουκρανία δεν μπορεί να αγνοηθεί: Οι ΗΠΑ και βεβαίως συνολικά η Δύση δεν διαδραματίζουν πλέον τον ρόλο που ανέλαβαν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται, δε, για ένα μήνυμα το οποίο έχει ως πρώτο αποδέκτη την ίδια τη Ρωσία και βεβαίως την Κίνα.
Σημειώνεται, δε, ως απότοκο της σταδιακής αποχώρησης των ΗΠΑ από τα κυριότερα θέατρα συρράξεων στα οποία είχαν εμπλακεί, στο Ιράκ, στη Συρία, στο Αφγανιστάν κ.α., σηματοδοτώντας τη στροφή πολιτικής και την αναθεώρηση προτεραιοτήτων εκ μέρους της Αμερικής.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό δε το παιχνίδι αναμονής και αξιολόγησης που έπαιξε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, πριν ανακοινώσει την πρόθεσή του να αναγνωρίσει αυτές τις ρωσόφωνες περιοχές ως ανεξάρτητες. Όταν διαπιστώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας η απουσία βούλησης για ενεργή δράση εκ μέρους της Δύσης, έπραξε τα δέοντα.
Υπό το φως όλων αυτών οφείλει να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσον οι εξελίξεις στην Ουκρανία θα αποτελέσουν την απαρχή μίας νέας στροφής της αμερικανικής πολιτικής ή ακόμη και την έναρξη βημάτων για την ανάληψη αμυντικών ευθυνών στην Ευρώπη, από την ίδια την ΕΕ. Όσο ρητορικό κι αν φαντάζει, επί του παρόντος, αυτό το ερώτημα.
Οφείλει, ωστόσο, αυτή η κατάσταση να θέσει εκ νέου στο τραπέζι τον ευρύτερο σχεδιασμό της ΕΕ, τουλάχιστον σε ζητήματα ενέργειας. Η εγκατάλειψη, φερειπείν, του περιβόητου αγωγού East Med, πρόσφατα, με τόση ευκολία κατόπιν ενός απλού non-paper των ΗΠΑ, κατά πόσο συνάδει με την τρέχουσα εικόνα ενεργειακής ασφυξίας στην οποία υποβάλλεται η Ευρώπη;
Αντίστοιχα, εδώ στην Ελλάδα, πόσο πρόθυμοι παραμένουμε να απεμπολήσουμε τον -διαπιστωμένο- πλούτο των ορυκτών καυσίμων που βρίσκονται στον βυθό του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου, υπό το φως της πορείας των ενεργειακών τιμών; Κυριότερα, δε, ποια θα είναι εφεξής η στάση της χώρας μας έναντι της Τουρκίας, υπό το φως των κλιμακούμενων διεκδικήσεών της; Αυτή του κατευνασμού ή της αποφασιστικότητας και της επίδειξης ισχύος;
Πρόκειται για ερωτήματα τα οποία, ευλόγως, δεν είναι ρητορικά…