Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το μήνυμα απόρριψης των τουρκικών αιτιάσεων επί της κυριαρχίας της Ελλάδος σε σειρά νήσων του Αν. Αιγαίου, ως απόρροια της δυνατότητάς τους να αμυνθούν έναντι επιθέσεως, που εξέπεμψαν η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες, θα όφειλε να θεωρείται αυτονόητο και αναμενόμενο.
Ό,τι κι αν προβλέπει μία διεθνής συνθήκη αναφορικά με τη στρατικοποίηση ή μη μίας νήσου, το δικαίωμα στην αυτοάμυνα είναι υπέρτερο. Εν προκειμένω, δε, συντρέχει σειρά λόγων που καθιστούν επιτακτική τη δυνατότητα άσκησης αυτού του δικαιώματος, υπό το φως της στρατιάς του Αιγαίου που διατηρεί η Τουρκία στα μικρασιατικά παράλια, της στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο και της συνεχιζόμενης κατοχής τμήματός της, της συνεχούς αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, της φιλολογίας περί «γκρίζων ζωνών» και βεβαίως της διατήρησης της απειλής του casus belli σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια.
Η Άγκυρα, πέραν αυτών των τριών «όχι» όμως, εκ μέρους των κυριότερων εκπροσώπων του Δυτικού κόσμου, που προϊδεάζουν και για την τροπή που θα λάβει τυχόν περαιτέρω διεθνοποίηση του ζητήματος εκ μέρους της, εισέπραξε και ένα σαφές μήνυμα-υπόσχεση από την ίδια την Ελλάδα.
Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη διάρκεια συνέντευξής του, στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ: «Η Ελλάδα δεν είναι επιθετική δύναμη. Αλλά είναι αμυντική δύναμη. Και θα γνωρίζει πάρα πολύ καλά όποιος αμφισβητήσει την κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα, θα γνωρίζει ότι αν, ό μη γένοιτο, φτάναμε σε κάποια σύγκρουση, το τίμημα το οποίο θα πλήρωνε, θα ήταν πάρα πολύ βαρύ».
Αρκεί αυτό το μήνυμα ούτως ώστε να εκτραπεί η Άγκυρα από τον ολισθηρό δρόμο που ακολουθεί; Κατά πάσα βεβαιότητα, όχι. Το ανυπόστατο των τουρκικών ισχυρισμών ήταν ούτως ή άλλως σαφές, δίχως να είναι αναγκαίο να υπεισέλθουμε στις τεχνικές παραμέτρους του ζητήματος.
Αυτό που είναι αντιστοίχως σαφές, ωστόσο, είναι ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επείγεται να αντισταθμίσει το διογκούμενο κύμα δυσαρέσκειας που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της Τουρκίας, εξαιτίας της πορείας της οικονομίας και για τον λόγο αυτόν «κατασκευάζει» κατά τρόπο συστηματικό και μεθοδικό το πλαίσιο αναπροσανατολισμού της τουρκικής κοινής γνώμης, προς μία εθνικιστικού χαρακτήρα ατζέντα.
Προφανής στόχος του είναι, επίσης, και ο εξαναγκασμός της Ελλάδας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εφ’ όλης της ύλης.
Θα συμβεί τούτο ως απόρροια τυχόν θερμού επεισοδίου ή ως αποτέλεσμα της πίεσης που εκτιμά ότι ασκεί μέσω των ισχυρισμών που διατυπώνει περί της κυριαρχίας των ελληνικών νήσων;
Όπως κι αν έχει η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι η παρούσα καμπή στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο ή κάποιου είδους έμπρακτη αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ή ακόμη και της κυριαρχίας της χώρας μας, η οποία θα απαιτεί «απάντηση», αναδεικνύοντας στο βάθος το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η χώρα μας οφείλει να είναι προετοιμασμένη για όλα. Οι προειδοποιήσεις ως προς τις προθέσεις της γείτονος είναι άφθονες και δεν μπορούν να αγνοηθούν, ούτε σε διπλωματικό επίπεδο ούτε βεβαίως επί του πεδίου. Η ταχύτατη, δε, αντίδραση των κυριότερων εκπροσώπων του Δυτικού Κόσμου έναντι των πλέον πρόσφατων τουρκικών αιτιάσεων καταδεικνύουν ότι στο διπλωματικό επίπεδο υπήρξε προετοιμασία εκ μέρους των Αθηνών και ότι ήταν έγκαιρη και αποτελεσματική. Στο δε εξοπλιστικό, τα πράγματα είναι γνωστά, όπως και οι αντιδράσεις που προκαλούν στη... γείτονα.