Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Μολονότι τα εθνικά ζητήματα έχουν αποτελέσει, τόσο κατά το απώτερο όσο και κατά το πρόσφατο παρελθόν, βατήρα για την προώθηση κομματικών ή και προσωπικών πολιτικών επιδιώξεων, οδηγώντας έτσι τον τόπο μας σε επικίνδυνες ατραπούς, τούτα εξακολουθούν να «αξιοποιούνται», κατά τα φαινόμενα, για ακριβώς αυτούς τους λόγους.
Κάτι το οποίο φρόντισε να επισημάνει, εμμέσως πλην σαφώς, μετά την ενημέρωση που παρέσχε προς τους εκπροσώπους των κοινοβουλευτικών κομμάτων, με σειρά διαδοχικών συναντήσεων χθες, ο υπουργός των Εξωτερικών, Ν. Δένδιας.
Όπως σημείωσε, «... η ενημέρωση του συνόλου των κοινοβουλευτικών κομμάτων αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Κι αυτό γιατί η εξωτερική πολιτική πρέπει να έχει το στοιχείο της εθνικής ομοψυχίας».
Υπό το φως όμως αυτής της διαπίστωσης, είναι ενδεχομένως άξιο απορίας το γεγονός ότι η χώρα μας εξακολουθεί να στερείται ενός θεσμού όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, αντίστοιχο του οποίου διαθέτει η συντριπτική πλειονότητα των προηγμένων κρατών της υφηλίου αλλά και η εξ Ανατολών γείτονα, με στόχο τον προσδιορισμό της εθνικής στρατηγικής επί ζητημάτων ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, πέραν του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής, το οποίο συνεδριάζει, ίσως, άπαξ ετησίως και του θεσμού του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού, επιλέγεται η οδός των κατ’ ιδίαν ενημερώσεων των εκπροσώπων των κοινοβουλευτικών κομμάτων από τον υπουργό των Εξωτερικών.
Στο πέρας αυτής της ενημέρωσης χθες, ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γ. Κατρούγκαλος κατηγόρησε την κυβέρνηση για «πολιτική εξωραϊσμού της πραγματικότητας και σε ορισμένες περιπτώσεις διαστρέβλωσής της και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής», ενώ σημείωσε πως αυτός είναι ο λόγος που ο πρωθυπουργός έχει απορρίψει το αίτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για σύγκληση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών.
Σε περίπτωση που υφίστατο ένα Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, στο οποίο βεβαίως θα μετείχε εκπρόσωπος της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης όπως και των λοιπών πτερύγων της Βουλής, θα υπήρχε έδαφος διατύπωσης αιτιάσεων αυτού του είδους;
Η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, πρώτον, θα ήταν σαφώς περισσότερο διαφανής, δεύτερον, θα έφερε μία διακομματική σφραγίδα και τρίτον, θα καθιστούσε τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, μη αναγκαία.
Κυριότερα, όμως, θα προσέφερε στην πατρίδα μας μία θεσμοθετημένη οδό διαμόρφωσης εθνικών θέσεων, με αντίστοιχη βαρύτητα έναντι φίλων και εχθρών, υπό το φως της διακομματικής σφραγίδας που θα έφερε. Ας μην παραμελούμε, δε, και την πρόσθετη αξία που θα είχε η -προβλεπόμενη βάσει σχεδίων που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά το παρελθόν- συμμετοχή πρώην πρωθυπουργών και της ηγεσίας των Ε.Δ.
Αποφάσεις ενός οργάνου αυτού του βεληνεκούς δεν μπορούν παρά να φέρουν την «εθνική σφραγίδα» και να αντιμετωπίζονται, άρα, με την αντίστοιχη -και πάντως την προσήκουσα- σοβαρότητα εκ μέρους φίλων και εχθρών.
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι το σημερινό καθεστώς πραγμάτων, όπως περιγράφηκε παραπάνω, είναι λιγότερο δεσμευτικό για οποιαδήποτε κυβέρνηση. Παρέχει, όμως, έδαφος «πολιτικής αξιοποίησης», όπως αυτήν που είδαμε να αναπτύσσεται χθες, όπως και ελευθερίας κινήσεων προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, που κάθε ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου επιθυμεί.
Στερεί, όμως, από τη χώρα μας τη δυνατότητα να αρθρώνει μία ισχυρή, ομόψυχη και ενιαία φωνή έναντι παντός τρίτου στα εθνικά της ζητήματα. Μία φωνή η οποία δεν θα επιδέχεται αμφισβητήσεως και η οποία -εκ των πραγμάτων- θα φέρει αυξημένη βαρύτητα.