Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η πρόθεση αυστηροποίησης των ποινών που συνδέονται με το λεγόμενο revenge porn, δηλαδή την παράνομη διοχέτευση ή διακίνηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων μέσω διαδικτύου, που αποδίδεται στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, συνιστά θεάρεστη εξέλιξη και ως τέτοια έγινε δεκτή από το ευρύ κοινό.
Σημειώνεται, όμως, με αφορμή μία πολύκροτη υπόθεση ευρείας δημοσιότητας, η οποία αφορά τηλεοπτικό πρόσωπο και όχι τις δεκάδες αντίστοιχες που προηγήθηκαν στις σκοτεινές σελίδες του διαδικτύου, το προηγούμενο διάστημα.
Το revenge porn ούτε καινούργια υπόθεση είναι ούτε απασχολεί για πρώτη φορά τις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Η αυστηροποίηση όμως του θεσμικού πλαισίου και των ποινών που το συνοδεύουν σημειώνεται μόνον κατόπιν της θύελλας δημοσιότητας που ξεσήκωσε η συγκεκριμένη υπόθεση, στην οποία φέρεται εμπλεκόμενος τηλεοπτικός «αστέρας».
Τούτου δοθέντος, οφείλουμε ενδεχομένως να αναρωτηθούμε τόσο ως προς την ετοιμότητα της πολιτείας να ανταποκριθεί στην ανάγκη συγχρονισμού της με τα νέα είδη εγκλημάτων που συνοδεύουν τις τεχνολογικές εξελίξεις, όσο και ως προς τα ελατήριά της περί το νομοθετείν.
Τι ζυγίζει περισσότερο στο καντάρι των αποφάσεων; Ένας «επιφανής» ή οι δεκάδες άλλες περιπτώσεις αντίστοιχων υποθέσεων που σημειώθηκαν κατά το παρελθόν; Αν και το συγκεκριμένο ερώτημα δεν μπορεί παρά να λογισθεί ως ρητορικό, η απάντησή του έχει ήδη δοθεί από την κρίση των πολιτών.
Έτσι, λοιπόν, ακόμη κι αν η εξέλιξη αυτή είναι απολύτως ευπρόσδεκτη, με την επικείμενη μετατροπή του σχετικού αδικήματος από πλημμέλημα σε κακούργημα, όπως είναι και η θεσπιζόμενη πρόβλεψη περί ειδικής επιβαρυντικής περίστασης όταν η πράξη της παράνομης διοχέτευσης και διακίνησης προσωπικών δεδομένων ερωτικής ζωής μέσω διαδικτύου αφορά ανήλικους-θύματα, δεν παύουν να υφίστανται αμφιβολίες κατά πόσον η πολιτεία θα φανεί αντιστοίχως έτοιμη να δράσει σε άλλες περιπτώσεις εγκλημάτων που σχετίζονται με τα νέα εδάφη τα οποία χαράσσει η τεχνολογία.
Αμφιβολίες οι οποίες άπτονται τόσο της ικανότητάς της να διακρίνει ή εντοπίσει τις σημερινές ανεπάρκειες του θεσμικού οπλοστασίου για τη δίωξη αυτών των καινοφανών εγκλημάτων όσο και της βούλησής της να αντιδράσει νομοθετικά έναντι αυτών.
Το άγος των «ανωνύμων» δεν μετρά; Πρέπει να υφίσταται «επώνυμος» ή περιστάσεις ευρείας δημοσιότητας ώστε να εξευρεθούν τα απαραίτητα κίνητρα του νομοθετείν; Και εάν είναι όντως έτσι τα πράγματα, τότε τι μέλλει γενέσθαι με αδικήματα όπως, για παράδειγμα, η κλοπή προσωπικών δεδομένων μέσω διαδικτύου, ο διαδικτυακός εκφοβισμός, το «κλείδωμα» υπολογιστών έναντι λύτρων, τα οποία μόνο μερικώς αντιμετωπίζονται σήμερα από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο;
Αποτελεί κοινό τόπο ότι στη χώρα μας πάσχουμε τόσο από πολυνομία όσο και από κακονομία. Αυτό που προκύπτει επίσης, όμως, είναι ότι η νομοθέτηση ενίοτε, αν όχι συχνά, εδράζεται και σε κριτήρια δημοσιότητας. Εάν όμως το καντάρι κόστους - οφέλους από την πολιτική εκμετάλλευση των -συχνά δραματικών- περιστάσεων που συνοδεύουν τις κάθε λογής εγκληματικές πράξεις είναι το κριτήριο του νομοθετείν, τότε οδηγούμαστε σε ιδιαίτερα ολισθηρά μονοπάτια.
Εάν, για παράδειγμα, η λαϊκή βούληση, το λεγόμενο κοινό αίσθημα, καλεί για την παραβίαση δικαιωμάτων μειονοτήτων ή εντέλει για την κατάλυση καθ’ οιονδήποτε τρόπο της προστασίας που απολαμβάνουν αυτές οι μειονότητες σε μία σύγχρονη δυτική δημοκρατία, τότε προς τα πού θα γείρει το καντάρι;
Οι κάθε είδους αυστηροποιήσεις ποινών σε έναν κόσμο που βρίθει εγκλημάτων, μπορεί να είναι εύηχες, οφείλουν, όμως, να είναι και οι προσήκουσες. Αυτό, δε, κρίνεται μόνο νηφάλια και με περίσκεψη και όχι στη δίνη της δημοσιότητας.