Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η κραυγή αγωνίας για τη σωτηρία της ελληνικής μεταποίησης υψώθηκε επανειλημμένως κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ελάχιστες ήσαν οι φορές, ωστόσο, που βρήκε ανταπόκριση.
Ακόμη και τώρα, που οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις και δη οι ενεργοβόρες βιομηχανικές βρίσκονται προ ενός εκτοξευόμενου ενεργειακού κόστους και σαφούς ανταγωνιστικού μειονεκτήματος έναντι του ευρωπαϊκού και του διεθνούς περίγυρου, η κυβέρνηση εμφανίζεται να τυρβάζει περί άλλα, δίχως πλήρη συναίσθηση των συνεπειών ενδεχόμενης περαιτέρω αποβιομηχάνισης της χώρας.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική δε η στάση της, όπως διατυπώθηκε δια στόματος του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου (MEGA Σαββατοκύριακο), στον απόηχο των πρόσφατων εκκλήσεων που απηύθυναν εργοδοτικές οργανώσεις και παραγωγικοί φορείς, για τη στήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ερωτηθείς σχετικά με τα μέτρα στήριξης προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι «επεξεργαζόμαστε ένα σχέδιο διευκολύνσεων για τη θέρμανση. Θα εξειδικευτεί το επόμενο διάστημα. Πήραμε έγκαιρα μέτρα. Στο φυσικό αέριο, οι αυξήσεις είναι πολύ μεγάλες. Τα μέτρα είναι αυτά που επιτρέπουν τα δημοσιονομικά μας μεγέθη. Αλλά στο κομμάτι της ενέργειας, επειδή είναι μια κατάσταση που εξελίσσεται δυναμικά, εδώ είμαστε και την παρακολουθούμε και αν υπάρχουν τα περιθώρια για περαιτέρω παρεμβάσεις θα το δούμε».
Τούτων δοθέντων, σε ποιο συμπέρασμα καλούμαστε να καταλήξουμε; Ότι η κυβέρνηση προτίθεται να λάβει μέτρα στήριξης μόνον για τα νοικοκυριά ή ότι δεν αντιλαμβάνεται πως οι κολοσσιαίες διαφορές στην τιμή της μεγαβατώρας μεταξύ της Ελλάδας και σειράς ευρωπαϊκών κρατών, που φθάνουν έως και το 100%, συνιστούν στρέβλωση του ανταγωνισμού η οποία μπορεί να αρθεί, αφενός, με μεταρρυθμίσεις δομικού χαρακτήρα και αφετέρου, με σαφώς καλύτερη φορολογική μεταχείριση;
Πώς είναι δυνατόν να διεκδικούμε εξωστρέφεια για την ελληνική οικονομία και διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, όταν σε τομείς-κλειδιά για την επιχειρηματικότητα, όπως το ενεργειακό κόστος παραγωγής και βεβαίως η φορολογία, εμφανίζουμε ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι σειράς χωρών; Πώς είναι δυνατόν, εντέλει, να προσδοκούμε μείωση της ανεργίας, υπ’ αυτές τις συνθήκες;
Όταν η Ελληνική Παραγωγή, η οποία είναι μία πρωτοβουλία μικρών και μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων και των βασικών Περιφερειακών Βιομηχανικών Συνδέσμων της χώρας, αλλά και παραγωγικοί φορείς όπως το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τις επιπτώσεις του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους, η κυβέρνηση δεν πρέπει να αποδειχθεί κωφεύουσα.
Όταν η Ελληνική Παραγωγή καθιστά σαφές ότι «δημιουργούνται (…) σοβαροί κίνδυνοι μετακύλισης του αυξημένου κόστους στις τελικές τιμές και στους καταναλωτές, περιορισμού της παραγωγής αλλά και αναστολής λειτουργίας επιχειρήσεων με τις γνωστές συνέπειες», η κυβέρνηση οφείλει να ακούσει.
Αντίστοιχα, όταν, σύμφωνα με έρευνα του ΒΕΑ, το κόστος παραγωγής γίνεται «βραχνάς» για σχεδόν 7 στις 10 βιοτεχνίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (68%) -οι οποίες αποτελούν τον βασικό κορμό της ελληνικής επιχειρηματικότητας- εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, η κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να σφυρίζει αδιάφορα.
Η τακτική της στρουθοκαμήλου δεν ωφελεί, φίλτατοι. Αν και οι στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία και δη την αγορά ενέργειας είναι από πολλού χρόνου γνωστές, επί της ουσίας, ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν. Ως αποτέλεσμα, σήμερα, που οι ενεργειακές τιμές βρέθηκαν εκτός ελέγχου, το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της ελληνικής μεταποίησης διευρύνεται και απειλεί ολόκληρη την οικονομία. Η κυβέρνηση τι ακριβώς θα κάνει γι' αυτό;